Κοινωφελή Ιδρύματα και Αστικές μη Κερδοσκοπικές εταιρείες
A. Βασικά χαρακτηριστικά του Ιδρύματος.
Η ίδρυση και λειτουργία του Ιδρύματος περιγράφεται στον Αστικό Κώδικα (εφεξής «ΑΚ»), στα άρθρα 108 επ.
Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, Ίδρυμα αποτελεί μια περιουσία που έχει οριστεί με μια ιδρυτική πράξη, προς εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού.
Η ιδρυτική πράξη γίνεται είτε με δικαιοπραξία εν ζωή, για την οποία απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο είτε με διάταξη τελευταίας βούλησης.
Στην ιδρυτική πράξη πρέπει να καθορίζεται:
1. ο σκοπός του ιδρύματος,
2. η περιουσία που αφιερώνεται και
3. ο οργανισμός του
Αυτό που διαφοροποιεί σημαντικά το ίδρυμα από τους άλλους παρεμφερείς οργανισμούς είναι ότι αποκτά προσωπικότητα με ειδικό διάταγμα που εγκρίνει τη σύστασή του.
Το διάταγμα αυτό μπορεί να ορίσει ή να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει τον οργανισμό, με τον όρο ότι η θέληση του ιδρυτή θα παραμείνει σεβαστή. Ωστόσο, ο οργανισμός του ιδρύματος μπορεί να μεταβληθεί, ακόμη και αντίθετα προς τη θέληση του ιδρυτή, αν το ζητήσει η διοίκηση του ιδρύματος και αν η μεταβολή επιβάλλεται για να συντηρηθεί η περιουσία του ή για να εκπληρωθεί ο σκοπός του.
Από τη σύσταση του ιδρύματος, ο ιδρυτής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει σ` αυτό την περιουσία που έταξε.
B. Φορολογική Μεταχείριση του Ιδρύματος.
Tα ιδρύματα υπόκεινται στο φόρο εισοδήματος των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων του άρθρου 45 περ.γ του Ν.4172/2013 (νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, εφεξής ΚΦΕ), σύμφωνα με το οποίο:
«Σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων υπόκεινται:
…γ) τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που συστήθηκαν στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή και στα οποία περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους σωματεία και ιδρύματα, με εξαίρεση μόνο τα κάθε είδους έσοδα που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο φόρου..»
Κατά δε το άρθρο 47 παρ. 2 ΚΦΕ, όλα τα έσοδα που αποκτούν τα ως άνω νομικά πρόσωπα και οντότητες – συμπεριλαμβανομένων και των ιδρυμάτων, αλλά με εξαίρεση τα κάθε είδους έσοδα που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους- θεωρούνται έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ως εκ τούτου φορολογούνται με συντελεστή 26%, εφόσον τηρούν απλογραφικά βιβλία (Β’ κατηγορίας), ανεξαρτήτως ύψους εισοδήματος (άρθρο 58 παρ. 1 ΚΦΕ και 4 παρ. 5 ΚΦΑΣ – Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών).
Σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ. 2 ΚΦΕ με βάση την οριστική δήλωση που υποβάλλει το Ίδρυμα, βεβαιώνεται ποσό ίσο με πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματα του φορολογικού έτους που έληξε (προκαταβολή φόρου εισοδήματος). Ωστόσο το ποσοστό αυτό μειώνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) για τα νέα νομικά πρόσωπα και για τα τρία (3) πρώτα οικονομικά έτη από τη δήλωση έναρξης των εργασιών τους.
Γ. Βασικά χαρακτηριστικά και φορολογική Μεταχείριση των Αστικών Μη Κερδοσκοπικών Εταιρειών.
Η αστική εταιρεία συνιστά σύμβαση δύο ή περισσότερων προσώπων, με την οποία αναλαμβάνεται η αμοιβαία υποχρέωση να επιδιώκουν με κοινές εισφορές, κοινό σκοπό και ιδίως οικονομικό σύμφωνα με το άρθρο 741 ΑΚ.
Για τη σύστασή της αστικής εταιρείας του ΑΚ δεν απαιτούνται ιδιαίτερες διατυπώσεις δημοσιότητας.
Ιδιαίτερη μορφή της εταιρείας αυτής αποτελεί η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία (εφεξής «ΑΜΚΕ») που έχει ως σκοπό την επιδίωξη φιλανθρωπικών, καλλιτεχνικών, επιστημονικών, ιδεολογικών, πολιτιστικών, ή άλλων ανιδιοτελών ή κοινωφελών στόχων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα δεν συνεπάγεται ότι οι εταιρείες αυτής της μορφής δεν μπορούν να επιδιώκουν οικονομικό κέρδος. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι ότι οποιαδήποτε κέρδη προκύψουν προορίζονται για την εξυπηρέτηση των κοινωφελών σκοπών της εταιρείας και μόνον και ως εκ τούτου δεν γίνεται διανομή κερδών της εταιρείας στους εταίρους.
Επίσης θα πρέπει να δοθεί προσοχή στο γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός μιας εταιρείας ως μη κερδοσκοπικής κρίνεται από τον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ, στην οποία υποβάλλονται τα στοιχεία της εταιρείας.
Από απόψεως φορολογίας εισοδήματος, η ΑΜΚΕ ανήκει στις νομικές οντότητες του άρθρου 45 ΚΦΕ (περίπτωση ε’), για τα οποία προβλέπεται ρητά ότι υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος και μάλιστα χωρίς τη ρητή εξαίρεση που αναφέρεται ανωτέρω για το Ίδρυμα, ήτοι για τα κάθε είδους έσοδα που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους.
Διάκριση υφίσταται και ως προς τον επιβαλλόμενο φορολογικό συντελεστή, καθώς, από το συνδυασμό των άρθρων 58 παρ. 1 εδαφ. β’ ΚΦΕ και 29 παρ. 1 ΚΦΕ προκύπτει ότι οι ΑΜΚΕ που τηρούν απλογραφικά βιβλία φορολογούνται με συντελεστή 26% για φορολογητέο εισόδημα μικρότερο ή ίσο των 50.000,00€, ενώ για εισόδημα μεγαλύτερο των 50.000,00€ με συντελεστή 33%, σε αντίθεση με τα Ιδρύματα, όπου ο συντελεστής παραμένει στο 26%, ανεξαρτήτως ύψους εισοδήματος.
Κατά τα λοιπά, οι διατάξεις του άρθρου 71 ΚΦΕ περί προκαταβολής φόρου και μείωσης στο ήμισυ για τα τρία (3) πρώτα χρόνια λειτουργίας του νομικού προσώπου ισχύουν και στην περίπτωση της ΑΜΚΕ.
Δ. Εμφανείς διαφορές μεταξύ Ιδρύματος και ΑΜΚΕ.
– Για να συσταθεί μια ΑΜΚΕ απαιτείται η σύναψη σύμβασης μεταξύ δύο (2) τουλάχιστον προσώπων, ενώ για τη σύσταση Ιδρύματος αρκεί η δήλωση βούλησης ενός προσώπου, του Ιδρυτή.
– Πόροι της ΑΜΚΕ είναι καταρχήν οι εισφορές των εταίρων, ενώ κύριο πόρο του Ιδρύματος συνιστά η περιουσία που έχει τάξει ο Ιδρυτής για την εκπλήρωση του σκοπού του.
– Η ΑΜΚΕ ιδρύεται με συστατικό έγγραφο μεταξύ των εταίρων, το οποίο δεν απαιτείται να υποβληθεί περαιτέρω σε κάποια άλλη διατύπωση δημοσιότητας, ενώ το Ίδρυμα συστήνεται με την έκδοση Διατάγματος που εγκρίνει τη σύστασή του, ενώ η ιδρυτική πράξη του Ιδρυτή, εφόσον πρόκειται για δικαιοπραξία εν ζωή, απαιτείται να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο.
– Το γεγονός ότι για τη σύσταση του Ιδρύματος απαιτείται εγκριτικό Διάταγμα αποτελεί εχέγγυο της «αναγνώρισης» από την αρμόδια αρχή του κοινωφελούς σκοπού υπέρ του οποίου τάσσεται η εκμετάλλευση της περιουσίας του Ιδρύματος. Αντιθέτως, στην ΑΜΚΕ μπορεί μεν στο καταστατικό να αναφέρεται ότι ο σκοπός/οι σκοποί είναι μη κερδοσκοπικοί, πλην όμως ανήκει κάθε φορά στη διακριτική ευχέρεια της Φορολογούσας Αρχής να κρίνει περί του αντιθέτου και ως εκ τούτου να μην αναγνωρίσει τις φορολογικές ωφέλειες που προβλέπονται για τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα πρόσωπα .
– Από τα φορολογητέα έσοδα του Ιδρύματος ρητά εξαιρούνται αυτά που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού του, πρόβλεψη που δεν υφίσταται για τις ΑΜΚΕ, ενώ υπάρχουν διαφορές και ως προς το φορολογικό συντελεστή, καθώς τα μεν ιδρύματα επιβαρύνονται σταθερά με συντελεστή 26% ανεξαρτήτως εισοδήματος, οι δε ΑΜΚΕ με συντελεστές 26% και 33% αντίστοιχα, σύμφωνα με τις ως άνω διακρίσεις.
Ε. Συμπεράσματα.
Μετά και από την εφαρμογή των νέων διατάξεων του Ν.4172/2013 (νέος «ΚΦΕ»), οι διαφορές μεταξύ των δύο οργανισμών από απόψεως φορολογικής επιβάρυνσης είναι ελάχιστες. Μικρό προβάδισμα δίνεται στην επιλογή του Ιδρύματος, καθώς αφενός ο κοινωφελής σκοπός του ελέγχεται κατά το στάδιο της έγκρισης της σύστασής του με Διάταγμα και ως εκ τούτου δεν υφίσταται εξαρχής η αμφισβήτηση του χαρακτήρα του αυτού, αφετέρου και σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 45 περ. γ’ Ν.4172/2013 ρητώς δεν αποτελούν αντικείμενο της φορολογίας τα κάθε είδους έσοδα που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού του.
Περαιτέρω και από γενικής επισκόπησης του ερωτήματος, θεωρούμε ότι, στην περίπτωση που υπάρχει επιθυμία να ταχθεί μια περιουσία για την εξυπηρέτηση ενός κοινωφελούς σκοπού στη μνήμη κάποιου εκλιπόντος προσώπου, ο σκοπός αυτός εκπληρώνεται πληρέστερα με τη σύσταση Ιδρύματος.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 4/11/2014