Δανεισμός μισθωτού
Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθ. 651 AK που ορίζει ότι “αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη συμφωνία ή από τις περιστάσεις, ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει αυτοπροσώπως την υποχρέωσή του και η αξίωση του εργοδότη είναι αμεταβίβαστη”, με τα άρθρα 361 & 648, προκύπτει ότι είναι νόμιμη η συμφωνία, με την οποία ο εργοδότης, που έχει στην διάθεσή του τις υπηρεσίες του μισθωτού, παραχωρεί με την συναίνεση του τελευταίου (που μπορεί να δοθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ρητό ή σιωπηρό, προς τον αρχικό ή μεταγενέστερο εργοδότη), τις υπηρεσίες αυτού σε άλλο πρόσωπο (δανεισμός μισθωτού), στο οποίο παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του, καθόσον η σχέση αυτή στηρίζεται στην βούληση και των τριών μερών.
Στην περίπτωση αυτή του δανεισμού δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και ο παλαιός εργοδότης δεν αποβάλλει την ιδιότητα του εργοδότη, ενώ και ο τρίτος που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του δανειζομένου μισθωτού αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη, επέρχεται δηλ. διάσπαση (κατάτμηση) της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων.
Για την έννοια του δανεισμού δεν έχει σημασία η βραχυχρόνια ή μακροχρόνια απομάκρυνση (παραχώρηση) του εργαζομένου από τον αρχικό εργοδότη του, με τον οποίο δεν αποκόπτεται ο ενοχικός δεσμός και ο οποίος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις από την σύμβαση εργασίας και δη, εκτός από αντίθετη συμφωνία, για την καταβολή του μισθού και των άλλων παροχών που τον βαρύνουν, ενώ ο εργοδότης που δανείζεται τον μισθωτό ασκεί κατά την διάρκεια της παραχώρησης το διευθυντικό δικαίωμα με τους περιορισμούς και το περιεχόμενο που θα το ασκούσε ο αρχικός εργοδότης.
Ο θεσμός αυτός του γνήσιου “δανεισμού” δεν προσκρούει στην διάταξη του άρθρου 651 ΑΚ όπου κατά κανόνα στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω αναφερόμενων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι αυτή η συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός.
Μόνος υπόχρεος δε στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν προκύψει διάφορη ειδική συμφωνία. Αντίθετα, ο αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης του μισθωτού από παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση), διότι η παροχή της παράνομης αυτής εργασίας δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του μισθωτού που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας έναντι του εργοδότη του, αλλά στις ιδιαίτερες σχέσεις του εργαζομένου με τον δανεισθέντα, εκτός αν ειδικώς προβλέφθηκε με συμφωνία για την περίπτωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης και η υποχρέωση του αρχικού εργοδότη (ΑΠ 482/1979).
Τέλος, η συναίνεση του εργαζομένου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του, π.χ. όταν ο εργαζόμενος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του στον τρίτο. Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας. Το διευθυντικό δικαίωμα που ανήκει στον τρίτο δεν επιτρέπεται να προσκρούει στη σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί με τον αρχικό εργοδότη. Οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή. Επίσης σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης και, τέλος, υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία.
Συνεπώς, τα συνήθη που ελάμβαναν χώρα κατά την παροχή της εργασίας και τα νόμιμα, και αν ακόμη έχει συμφωνηθεί να καταβάλει τον μισθό ο τρίτος, βαρύνουν εις ολόκληρον κατά τη διάρκεια της παροχής της εργασίας στον τρίτο, και τον αρχικό εργοδότη και όχι μόνον αυτόν που απολαμβάνει των υπηρεσιών του μισθωτού, εκτός αν υφίσταται ειδική και ρητή συμφωνία περί της απαλλαγής του, αφού αυτό θα αποτελούσε σύμβαση τροποποιητική της αρχικής σύμβασης.
Η προαναφερθείσα γνήσια σύμβαση δανεισμού εργασίας διαφοροποιείται από τη “μη γνήσια σύμβαση δανεισμού” που ρυθμίζεται ήδη από τις διατάξεις των άρθρων 20 επ. του Ν. 2956/2001, κατά τις οποίες θεσπίστηκαν οι Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης στις οποίες οι εργαζόμενοί τους δεν προσφέρουν την εργασία τους σ` αυτές αλλά σε τρίτους που θα υποδεικνύει εκάστοτε η εταιρεία αρχικός εργοδότης.
(800/2014 ΑΠ, 17/2012 ΑΠ, 1580/2012 ΑΠ, 1009/2010 ΑΠ)