a

Copyright 2023 Ιάσων Σκουζός TaxLaw.
All Rights Reserved.

espa
Back to top

Το δικηγορικό απόρρητο ως κανόνας και οι περιπτώσεις κάμψης του

Ιάσων Σκουζός - TaxLaw > Χρήσιμα links  > Το δικηγορικό απόρρητο ως κανόνας και οι περιπτώσεις κάμψης του

Το δικηγορικό απόρρητο ως κανόνας και οι περιπτώσεις κάμψης του

Το δικηγορικό απόρρητο ως κανόνας και οι περιπτώσεις κάμψης του

Το δικηγορικό απόρρητο συνιστά μια από τις βασικές εγγυήσεις της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος. Ερείδεται τόσο σε γενικούς συνταγματικούς κανόνες (κυρίως στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της έννομης δικαστικής προστασίας, ως και στο άρθρο 5 παρ. 1 περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και στο άρθρο 9 περί απορρήτου των επιστολών και της επικοινωνίας) όσο και σε ειδικούς κανόνες, είτε νομικώς δεσμευτικούς (όπως είναι ο Κώδικας Δικηγόρων) είτε απλώς με δεοντολογικό χαρακτήρα (όπως είναι ο Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).

Α. Κώδικας περί Δικηγόρων
Σύμφωνα με το άρθρο 49 ΝΔ 3026/1954 (Κώδικας Περί Δικηγόρων), ο δικηγόρος υποχρεούται να διατηρεί απαραβίαστη την απαιτούμενη εχεμύθεια υπέρ του εντολέα του, για όσα αυτός του εμπιστεύθηκε. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να εξετάζεται ως μάρτυρας για υπόθεση στην οποία έχει αναμειχθεί ως δικηγόρος, χωρίς την προηγούμενη άδεια του ΔΣ του Συλλόγου στον οποίο ανήκει, ή του Προέδρου αυτού σε κατεπείγουσα περίπτωση. Η παραπάνω απαγόρευση καταλαμβάνει και τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή, για όλες τις υποθέσεις του εντολέα στον οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους.
Εξάλλου σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, έρευνα κατά τα άρθρα 253 επ. Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατ’  οίκον ή στο γραφείο του Δικηγόρου, καθώς και σωματική έρευνα και κατασχέσεις εγγράφων  που βρίσκονται εις χείρας του Δικηγόρου, κατ’  άρθρα 261 επ. ΚΠοινΔ, απαγορεύονται, εφόσον ο Δικηγόρος είναι πληρεξούσιος του κατηγορουμένου ή συνήγορος αυτού.
Συναφές είναι το άρθρο 50 του Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο Δικηγόρος που επικαλείται ενώπιον Δικαστηρίου το γεγονός ότι τυχόν κατάθεσή του θα προσκρούσει στο επαγγελματικό απόρρητο, δεν υποχρεούται σε μαρτυρία.

Β. Ποινικός Κώδικας
Στο άρθρο 371 ΠΚ («παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας») προβλέπεται ότι δικηγόροι και κάθε είδους νομικοί παραστάτες στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους ιδιωτικά απόρρητα, καθώς και οι βοηθοί των προσώπων αυτών, διώκονται κατ’  έγκληση και τιμωρούνται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι εντός έτους, αν φανερώσουν ιδιωτικά απόρρητα που τους τα εμπιστεύτηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματος ή της ιδιότητάς τους.
Στην ίδια ποινική διάταξη αναφέρεται όμως ότι η πράξη δεν είναι άδικη και μένει ατιμώρητη, αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντός τους ή στη διαφύλαξη έννομου ή για άλλο λόγο δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος δημοσίου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά.

Γ. Κώδικας Ποινικής Δικονομίας 
Επίσης, κατ’  άρθρο 212 ΚΠοινΔικ («επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων»), η ποινική διαδικασία ακυρώνεται, αν εξεταστούν στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία οι συνήγοροι σχετικά  με όσα τους εμπιστεύτηκαν οι πελάτες τους. Οι συνήγοροι κρίνουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να καταθέτουν όσα άλλα έμαθαν με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός τους. Μάλιστα, η άνω απαγόρευση ισχύει ακόμη και αν τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση να τηρήσουν το επαγγελματικό απόρρητο από μέρους εκείνου που τους το εμπιστεύτηκε.

Δ. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας
Σε αντιστοιχία με τα παραπάνω, στο άρθρο 400 ΚΠολΔ (« εξαίρεση μαρτύρων») ορίζεται ότι δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες, οι δικηγόροι και οι βοηθοί τους, για τα πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύθηκαν ή που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος που τους τα εμπιστεύθηκε και εκείνος τον οποίο αφορά το απόρρητο.

Ε. Κώδικας Δεοντολογίας ΔΣΑ 
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κώδικα Δεοντολογίας που έχει ψηφίσει ο ΔΣΑ στις 04.01.1980, δεν επιτρέπεται στους δικηγόρους να εξετάζονται ως μάρτυρες στα δικαστήρια για υποθέσεις και περιστατικά που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους στα δικαστήρια, σε εξώδικες εργασίες, διαπραγματεύσεις ή προσπάθειες για συμβιβαστική επίλυση διαφορών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να εξεταστούν ως μάρτυρες για υπόθεση στην οποία είχαν ανάμειξη ή γνωρίζουν από την άσκηση του λειτουργήματός τους, εφόσον όμως συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, οι οποίοι κρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ, κατόπιν αιτήσεως του δικηγόρου. Ακόμη όμως και αν παρασχεθεί η σχετική άδεια από το Δικηγορικό Σύλλογο, απαγορεύεται στους δικηγόρους να καταθέσουν περιστατικά που τους έχει εμπιστευθεί ο εντολέας τους και να παραβιάσουν με οποιοδήποτε τρόπο το επαγγελματικό τους απόρρητο. Σε καμία δε περίπτωση δεν επιτρέπεται να εξεταστούν ως μάρτυρες κατά του εντολέα τους ή πρώην εντολέα τους ή των κληρονόμων αυτών, έστω και αν έχει περατωθεί ή ανακληθεί η σχετική εντολή.

ΣΤ. Οι διατάξεις του Ν.3691/2008 για την πρόληψη νομιμοποίησης παράνομων εσόδων
Κατ’  άρθρο 3 Ν.3691/2008, μεταξύ των  εγκληματικών δραστηριοτήτων για τις οποίες προβλέπονται ειδικά μέτρα πρόληψης και καταστολής  είναι και τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 17,18 και 19 του Ν. 2523/1997, όπως ισχύουν,  καθώς και τα αδικήματα της λαθρεμπορίας που προβλέπονται στα άρθρα 155, 156 και 157 του Ν. 2360/2001, όπως ισχύουν.

Πρόσωπα  που υπόκεινται στις υποχρεώσεις του άνω νόμου είναι, μεταξύ άλλων, και οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι, όταν συμμετέχουν, είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:
i) Την αγορά ή πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων,
ii) τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους,
iii) το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων,
iv) την οργάνωση των αναγκαίων εισφορών για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών,
v) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, εμπιστευμάτων (trusts) ή ανάλογων νομικών σχημάτων.

Πλην όμως, στο άρθρο 5 ρητά αναφέρεται ότι η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο δικηγόρος ή ο συμβολαιογράφος συμμετέχει σε δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή εάν οι νομικές συμβουλές του παρέχονται με σκοπό τη διάπραξη αυτών των αδικημάτων ή εν γνώσει του γεγονότος ότι ο πελάτης του ζητεί νομικές συμβουλές προκειμένου να διαπράξει τα ως άνω αδικήματα.

Σύμφωνα με το άρθρο 7Β Ν.3691/2008 («Εξουσίες των Μονάδων της Αρχής»), οι μονάδες της συσταθείσας «Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης» ζητούν από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και στις εγκαταστάσεις των υπόχρεων προσώπων, υπό την προϋπόθεση τήρησης – εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση – των άρθρων 9 παράγραφος 1, 9Α και 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος, και ενημερώνουν τις Αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης των εν λόγω προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

Έναντι  δε των μονάδων δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 (κατάσχεση εγγράφων) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 35 τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να φυλάσσουν τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες για να χρησιμοποιηθούν σε κάθε έρευνα ή διερεύνηση ενδεχόμενης απόπειρας ή διάπραξης των αδικημάτων φοροδιαφυγής, από την αρμόδια αρχή τους ή κάθε άλλη αρμόδια δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένων των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών:
α) τα στοιχεία πιστοποίησης της ταυτότητας του πελάτη και επαλήθευσης τους, κατά τη σύναψη κάθε είδους σύμβασης, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής τους σχέσης με τον πελάτη,
β) τα νομιμοποιητικά έγγραφα, τα φωτοαντίγραφα εγγράφων με βάση τα οποία έγινε η πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, και πρωτότυπα ή αντίγραφα παραστατικά κάθε είδους συναλλαγών, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής σχέσης ή την εκτέλεση της κάθε συναλλαγής,
γ) τα εσωτερικά έγγραφα που αφορούν εγκρίσεις ή διαπιστώσεις ή εισηγήσεις για υποθέσεις που σχετίζονται με τη διερεύνηση των ανωτέρω αδικημάτων ή αναφερθείσες ή μη υποθέσεις στην Επιτροπή, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής σχέσης του πελάτη που σχετίζεται με τις ως άνω υποθέσεις,
δ) τα στοιχεία της επιχειρηματικής, εμπορικής και επαγγελματικής αλληλογραφίας με τους πελάτες, όπως αυτά δύναται να προσδιορίζονται από τις Αρμόδιες αρχές.
Όλα τα στοιχεία και έγγραφα που αναφέρονται ανωτέρω υπό  α`, β`, γ` και δ` φυλάσσονται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, για το αναφερόμενο στα εδάφια αυτά χρονικό διάστημα, εκτός αν επιβάλλεται από άλλη διάταξη νόμου ή κανονιστικής απόφασης η φύλαξή τους επί μακρότερο χρονικό διάστημα.
Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να τηρούνται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το υπόχρεο πρόσωπο να μπορεί να ανταποκρίνεται χωρίς καθυστέρηση σε αίτημα της αρμόδιας αρχής για την αναδρομική απεικόνιση της σειράς συναλλαγών.

Ζ. Οι διευρυμένες αρμοδιότητες των Τμημάτων Δράσης του ΣΔΟΕ.
Σύμφωνα με το άρθρο 20 Π.Δ 154/1997, οι Ομάδες Δίωξης δρουν μέσα στο πλαίσιο του Συντάγματος, των νόμων και των σχετικών εντολών ελέγχου και σύμφωνα με τα οικεία υπηρεσιακά επιχειρησιακά σχέδια.
Σε κάθε περίπτωση ελέγχου ή έρευνας, ανεξάρτητα αν αυτός γίνεται στο δρόμο ή στην επαγγελματική στέγη ή άλλο χώρο του ελεγχόμενου, οι υπάλληλοι των Ομάδων Δίωξης δηλώνουν την ιδιότητά τους, την υπηρεσία που υπηρετούν, το σκοπό του ελέγχου ή της έρευνας και επιδεικνύουν τη σχετική εντολή ελέγχου ή άδεια έρευνας, καθώς και την υπηρεσιακή τους ταυτότητα, τηρούντες πάντοτε τις διατυπώσεις του Συντάγματος, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και της οικείας νομοθεσίας.

Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, και με την τήρηση των διατυπώσεων του Συντάγματος, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και της οικείας νομοθεσίας, οι υπάλληλοι των Ομάδων Δίωξης: α) Ενεργούν με ευπρέπεια, αντικειμενικότητα και σεβασμό στη νομιμότητα και στην προσωπικότητα των ελεγχόμενων, β) Περιορίζονται αποκλειστικά στις ενέργειες που είναι απαραίτητες για τη διενέργεια και την ολοκλήρωση κάθε ελεγκτικής διαδικασίας, γ) Καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια, ώστε οι ελεγκτικές τους επαληθεύσεις, διαδικασίες και ενέργειες, να είναι από κάθε άποψη σωστές, σύννομες και ουσιαστικά ολοκληρωμένες, δ) Προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες νόμιμες ενέργειες, για τη διασφάλιση των αποδεικτικών στοιχείων των διαπιστούμενων παραβάσεων, από κάθε ενδεχόμενο αμφισβήτησης αυτών ή αλλοίωσής τους μεταγενέστερα ή εξαφάνισής τους γενικά. Για το σκοπό αυτό:
– Λαμβάνουν γνώση, ελέγχουν και θεωρούν όλα τα υποχρεωτικά και προαιρετικά βιβλία και στοιχεία του ελεγχόμενου. Η θεώρηση τούτων ενεργείται σε σημείο και με τρόπο που η αλλοίωσή τους να είναι αδύνατη και περιλαμβάνει την υπογραφή αυτών από όλους τους υπαλλήλους, που διενεργούν τον έλεγχο, καθώς και την αναγραφή της ημερομηνίας και της
ώρας θεώρησης, του ονοματεπωνύμου των υπαλλήλων ελέγχου και του τίτλου της υπηρεσίας τους.
– Ενεργούν κατασχέσεις ανεπισήμων βιβλίων, στοιχείων ή άλλων εγγράφων ή μαγνητικών μέσων ή ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) ή φορολογικών ταμειακών μηχανών (Φ.Τ.Μ.) ή άλλων μέσων αποθήκευσης στοιχείων, που υποπίπτουν στην αντίληψή τους και έχουν σχέση με τον έλεγχο και από τα οποία είναι ενδεχόμενο να προκύπτει απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή διάπραξη άλλης παράβασης οικονομικού εγκλήματος αρμοδιότητας του Σ.Δ.Ο.Ε.
– Ενεργούν  κατασχέσεις και παραλαμβάνουν για έλεγχο στο Γραφείο ορισμένα επίσημα υποχρεωτικά ή προαιρετικά βιβλία ή στοιχεία ή μαγνητικά μέσα ή Η/Υ ή Φ.Τ.Μ. ή άλλα μέσα αποθήκευσης στοιχείων του ελεγχόμενου, στις περιπτώσεις και με τις προϋποθέσεις που  επιτρέπεται τούτο από τις οικείες διατάξεις και κρίνεται απαραίτητο, για τον έλεγχο των κατασχεθέντων ανεπισήμων βιβλίων, στοιχείων ή εγγράφων ή επιβάλλεται για τη διασφάλισή τους από τυχόν αλλοίωση των στοιχείων τους. Ενεργούν κατασχέσεις εμπορευμάτων, αγαθών και άλλων ειδών ή μέσων διάπραξης οικονομικών εγκλημάτων, στις περιπτώσεις που προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία ή ανάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητά τους και στον τομέα των καθηκόντων τους, για τη διασφάλιση της απόδειξης
διάπραξης της σχετικής παράβασης.
– Ενεργούν συλλήψεις και ανακρίσεις προσώπων, έρευνες και ειδικές ανακριτικές πράξεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

Περαιτέρω, κατ’  άρθρο 28 Π.Δ 154/1997, οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε., δύνανται να:
-Διενεργούν έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων, ως και έρευνες σε άλλους χώρους που δεν αφορούν την επαγγελματική απασχόληση του ελεγχόμενου, όταν υπάρχουν στοιχεία ή βάσιμες υπόνοιες για την τέλεση οικονομικών παραβάσεων, μετά από προηγούμενη άδεια του ελεγχόμενου ή του αρμόδιου εισαγγελέα και σε περίπτωση έλλειψης αυτού, του οικείου ειρηνοδίκη. Όταν πρόκειται για έρευνα σε κατοικία είναι πάντοτε απαραίτητη η παρουσία του εκπροσώπου της δικαστικής αρχής (άρθρο 4 παρ. 3 εδάφιο β` του Ν. 2343/95).
-Διενεργούν συλλήψεις και ανακρίσεις προσώπων και έρευνες μεταφορικών μέσων, εμπορευμάτων, προσώπων, καταστημάτων, αποθηκών, οικιών και λοιπών χώρων, κατασχέσεις εμπορευμάτων και αγαθών, καθώς και ειδικές  ανακριτικές πράξεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και ανάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητά του Σ.Δ.Ο.Ε. και στον τομέα των αρμοδιοτήτων τους.
-Έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου και της αποστολής τους, μη υποκείμενοι σε περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και επιχειρηματικού απορρήτου, υποχρεούμενοι όμως στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 72 του Υπαλληλικού Κώδικα. Την ίδια υποχρέωση εχεμύθειας έχουν και για τα στοιχεία και τις πληροφορίες των εντολών ελέγχου, για τα επιχειρησιακά σχέδια και για τις πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα στοιχεία της Υπηρεσίας, τα οποία κατά νόμο είναι απόρρητα ή χαρακτηρίζονται από την Υπηρεσία ως απόρρητα.

Σημειώνεται ότι κάθε αντίσταση, απείθεια εξύβριση ή άσκηση βίας εναντίον των υπαλλήλων του Σ.Δ.Ο.Ε., κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, επισύρει τις προβλεπόμενες από την ποινική νομοθεσία κυρώσεις, ανεξάρτητα από την αποκατάσταση των τυχόν προκαλούμενων σε αυτούς ζημιών σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Οι αστυνομικές, λιμενικές, στρατιωτικές και λοιπές Αρχές και Υπηρεσίες, υποχρεούνται να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε., όταν τους ζητηθεί (άρθρο 4 παρ. 6του Ν. 2343/1995).

Η. Συμπεράσματα

Το δικηγορικό απόρρητο, ως ειδικότερη έκφανση του επαγγελματικού απορρήτου, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική πτυχή του δικηγορικού επαγγέλματος, με συνταγματικά και νομοθετικά ερείσματα και για το λόγο αυτό ανέκαθεν ετύγχανε ιδιαίτερης προστασίας στο ελληνικό δίκαιο.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με άλλα απόρρητα, όπως το τραπεζικό, το φορολογικό, το απόρρητο των επικοινωνιών κλπ, που έχουν ήδη καμφθεί κυρίως με σκοπό την πάταξη των σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων και με προτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικηγορικό απόρρητο παραμένει ισχυρό και μπορεί να καμφθεί μόνο σε υπό αυστηρές προϋποθέσεις.

Είναι βέβαια  γεγονός ότι, ενώ ο Έλληνας νομοθέτης προέβλεψε ειδικές διαδικασίες και μηχανισμούς πρόληψης και καταστολής ορισμένων σοβαρών αδικημάτων (ναρκωτικά, φοροδιαφυγή, τελωνειακές παραβάσεις, παράνομα παίγνια κλπ) και ανέθεσε ιδιαίτερα ανακριτικά καθήκοντα στο ΣΔΟΕ για την καταπολέμηση των αδικημάτων αυτών, ΔΕΝ ρύθμισε ωστόσο συστηματικά την τύχη του δικηγορικού απορρήτου σε σχέση με τις άνω διατάξεις, με αποτέλεσμα τα όρια μεταξύ τήρησης του δικηγορικού απορρήτου και διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος να είναι ασαφή και δυσδιάκριτα.
Π.χ διαπιστώνεται η αντίφαση στο Ν. 3691/2008 αφενός στο άρθρο 5, όπου ρητά αναφέρεται ότι η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου (εκτός εάν ο ίδιος ο δικηγόρος ή ο συμβολαιογράφος συμμετέχει σε δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή εάν οι νομικές συμβουλές του παρέχονται με σκοπό τη διάπραξη αυτών των αδικημάτων ή εν γνώσει του γεγονότος ότι ο πελάτης του ζητεί νομικές συμβουλές προκειμένου να διαπράξει τα ως άνω αδικήματα) και στο άρθρο 7β, όπου ορίζεται ότι έναντι των μονάδων δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212 (εξέταση των δικηγόρων ως μαρτύρων σε προδικασία ή/και κύρια ποινική διαδικασία), 261 και 262 (κατάσχεση εγγράφων) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Από το σύνολο των παραπάνω εκτεθέντων συμπεραίνω ότι γενικά το δικηγορικό απόρρητο εξακολουθεί να ισχύει. Κάμπτεται μόνο στις περιπτώσεις που και ο ίδιος ο δικηγόρος συμμετέχει σε παράνομες δραστηριότητες ή παρέχει νομικές συμβουλές για την επίτευξη αυτών των δραστηριοτήτων.

Σημειωτέον ότι το γραφείο του δικηγόρου σε ώρες μη εργάσιμες θεωρείται οικία αυτού, η οποία προστατεύεται από το γνωστό συνταγματικό άσυλο του άρθρου 9 Σ και επομένως καμία έρευνα δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη εισαγγελική εντολή.

Σημαντικές επίσης είναι οι προπαρατεθείσες διατάξεις για την υποχρέωση των δικηγόρων που έχουν λειτουργήσει ως νομικοί παραστάτες σε υποθέσεις ύποπτες για την τέλεση των αδικημάτων φοροδιαφυγής να διατηρούν τα στοιχεία του πελάτη, έγγραφα των συμβάσεων, επικοινωνίες κλπ για μια τουλάχιστον πενταετία.

Ημερομηνία δημοσίευσης: 22/07/13

error: Content is protected !!