Προτάσεις μείωσης/ελέγχου του εργοδοτικού κόστους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις – Εκ περιτροπής εργασία
i. Συμφωνία εργοδότη – εργαζομένου
Σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν.1892/1990, όπως αυτό ισχύει, «Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκεια της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.»
Για να είναι έγκυρη η ως άνω συμφωνία απαιτείται σωρευτικά:
α) η τήρηση έγγραφου τύπου (ήδη ηλεκτρονική υποβολή),
β) ο σαφής καθορισμός του χρόνου εργασίας και της αμοιβής και
γ) η γνωστοποίησή της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάρτισή της.
Σημειώνεται ότι στη συνομολογούμενη αυτή εκ περιτροπής απασχόληση δεν ερευνάται η αιτία που την προκάλεσε, δεν προβλέπεται συγκεκριμένο χρονικό όριο, ενώ επίσης οι αποδοχές αντιστοιχούν στο χρόνο απασχόλησης.
ii. Μονομερής απόφαση εργοδότη
Περαιτέρω, ο εργοδότης μπορεί μονομερώς, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του (είτε σε όλο το προσωπικό αυτής είτε σε μέρος αυτού), εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α) υφίσταται περιορισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων του εργοδότη,
β) η διάρκεια της εκ περιτροπής απασχόλησης δεν θα υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και
γ) θα προηγηθεί της απόφασης ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων (π.δ. 260/ 2006 και ν. 1767/1988). Τέλος, η τελική απόφαση θα πρέπει να γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας εντός οκτώ (8) ημερών από τη λήψη της, αλλιώς τεκμαίρεται η ύπαρξη πλήρους απασχόλησης.
Σημειώνεται ότι η ως άνω διαβούλευση έχει συμβουλευτικό και όχι αποφασιστικό χαρακτήρα, επειδή η λόγω του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας απόφαση του εργοδότη είναι μονομερής. Ο εργοδότης δηλαδή επιτρέπεται να προχωρήσει στην επιβολή του συστήματος, ανεξαρτήτως της έκβασης των διαβουλεύσεων και της τυχόν διαφωνίας των εκπροσώπων των εργαζομένων σχετικά με την επιλογή του να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας ή ως προς τους όρους του συστήματος αυτού. Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρο 4 περ. δ’ Ν.1892/1990, στην περίπτωση που λείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων στην επιχείρηση, η ενημέρωση και διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων, με ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης και πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης.
Ωστόσο, ο τρόπος άσκησης του ως άνω δικαιώματος από τον εργοδότη, καθώς και η επιλογή των προσώπων υπόκεινται σε έλεγχο κατά το ΑΚ 281, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη κ.λπ. Για παράδειγμα, η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να κριθεί καταχρηστική στην περίπτωση που υπερβαίνει προφανώς σε έκταση, ένταση και διάρκεια το επιβαλλόμενο από τον περιορισμό της δραστηριότητας μέτρο, όπως π.χ. αν ο εργοδότης καθόρισε λιγότερες μέρες εργασίας σε εργαζομένους οι οποίοι είναι αποδοτικότεροι ή έχουν μεγαλύτερες οικογενειακές υποχρεώσεις.
Δεδομένου ότι δίδεται στον εργοδότη, κατ’ εξαίρεση, το δικαίωμα να επέμβει στο περιεχόμενο των συμβάσεων εργασίας που έχει με τους εργαζομένους και να το αλλάξει κατά τρόπο επαχθή γι’ αυτούς, οι προϋποθέσεις για την άσκηση του ως άνω δικαιώματος είναι αυστηρές και για να εφαρμοστεί, θα πρέπει ο περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας να είναι πολύ σοβαρός με μόνιμα χαρακτηριστικά και όχι απλώς η επιχείρηση να έχει ταμειακές δυσχέρειες ή να υπάρχει άσχημη συγκυρία στην αγορά . Αναμφίβολα, βέβαια, δεν απαιτείται να τίθεται και σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της επιχείρησης, ώστε να μπορεί ο εργοδότης να προσφύγει μονομερώς στην εκ περιτροπής εργασία. Εφόσον, λοιπόν, η εκ περιτροπής εργασία επιβάλλεται ως ηπιότερη εναλλακτική λύση προκειμένου να αποτραπούν απολύσεις, θα πρέπει ο περιορισμός των δραστηριοτήτων να έχει τέτοια έκταση, ώστε να απειλεί άμεσα τις θέσεις εργασίας. Ως εκ τούτου, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να προχωρήσει σε διαβούλευση με το προσωπικό του για τους λόγους που υπαγορεύουν αυτή την επιχειρηματική απόφαση, να παραθέσει τα οικονομικά στοιχεία και να εξαντλήσει κάθε περιθώριο εναλλακτικών λύσεων. Σε αντίθετη περίπτωση η μονομερής επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη καθίσταται παράνομη και άκυρη .
Λεκτέο είναι ότι η εκ περιτροπής εργασία αποτελεί ειδικότερη μορφή της μερικής απασχόλησης υπό την έννοια ότι η προσφορά εργασίας είναι μικρότερης διάρκειας από το εκάστοτε ισχύον πλήρες ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο, με αντίστοιχη μείωση της αμοιβής, με τη διαφορά όμως ότι η εκ περιτροπής εργασία δεν μπορεί να λάβει χώρα με μείωση του ημερήσιου ωραρίου εργασίας, αλλά μόνο με μείωση των ημερών ή των εβδομάδων ή των μηνών εργασίας.
Αναλυτικά η διαδικασία επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρηση έχει ως ακολούθως:
1. Αρχικά συντάσσεται «ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΜΕΤΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΩΣ – ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΩΣ ΣΕ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ», με την οποία καλούνται οι εργαζόμενοι σε διαβούλευση.
Στο έγγραφο αυτό πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται επίκληση της μείωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης (με μια γενική αναφορά και χωρίς παράθεση συγκεκριμένων αριθμητικών στοιχείων), ενώ επίσης δεν απαιτείται να αναφέρεται ακριβώς η μορφή του συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης, διότι η μορφή αυτή θα οριστικοποιηθεί μετά τη διαβούλευση.
2. Μεταξύ της ανακοινώσεως και της διαβούλευσης, θα πρέπει να μεσολαβεί εύλογο χρονικό διάστημα για την προετοιμασία των εργαζομένων.
3. Εφόσον ο εργοδότης έχει εκ του νόμου το δικαίωμα μονομερούς επιβολής του μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας (για οικονομοτεχνικούς λόγους), η ως άνω διαβούλευση γίνεται προκειμένου οι εργαζόμενοι απλώς για να ενημερωθούν για την αιτία επιβολής του εργασιακού αυτού μέτρου και, εάν καταστεί δυνατόν, να συμφωνήσουν με αυτό.
4. Κατόπιν συντάσσεται σχετικό «ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ», στο οποίο αναφέρονται τα όσα συζητήθηκαν, καθώς και η τελική απόφαση του εργοδότη και υπογράφεται τόσο από τον εργοδότη όσο και από όλους τους εργαζομένους.
Σημειώνεται ότι το πρακτικό αυτό δεν υποβάλλεται ηλεκτρονικά, αλλά κρατείται στο αρχείο της επιχείρησης για την περίπτωση που ζητηθεί προς απόδειξη της πραγματοποίησης της διαβούλευσης.
5. Ο εργοδότης, λοιπόν, έχει τις εξής δυνατότητες:
α) μπορεί με τη σύμφωνη γνώμη του εκάστοτε εργαζομένου (άρα και την υπογραφή του) να τροποποιήσει την ατομική σύμβαση εργασίας μετατρέποντάς την σε σύμβαση εκ περιτροπής απασχόλησης.
β) εφόσον ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να επιβάλει την εκ περιτροπής εργασία μονομερώς στους εργαζόμενους, κρίνεται ως ασφαλέστερη επιλογή η επιβολή να γίνει με «ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΣ» του εργοδότη, η οποία συντάσσεται και υποβάλλεται ηλεκτρονικά.
Επισημαίνεται ότι και στις δύο ως άνω περιπτώσεις (τροποποίηση ατομικής σύμβασης ή μονομερής απόφαση εργοδότη) θα πρέπει να γίνει μνεία :
α) του συνολικού αριθμού των ημερών εργασίας ανά εβδομάδα ή των εβδομάδων ανά μήνα ή των μηνών ανά έτος ή συνδυασμός αυτών (απλή αναφορά),
β) ότι η διάρκεια αυτού του είδους απασχόλησης δεν θα υπερβαίνει το εξάμηνο (6μηνο),
γ) ότι το πρόγραμμα εργασίας του προσωπικού (έντυπο Ε4) θα υποβάλλεται ηλεκτρονικά κάθε φορά πριν την έναρξη της καινούργιας εβδομάδας ή του καινούργιου μήνα αντίστοιχα, και
δ) ότι επιφυλάσσεται ο εργοδότης να μεταβάλει τις μέρες ή εβδομάδες ή μήνες εργασίας ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.2 Ν.1346/1983, στην περίπτωση εκ περιτροπής εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται, μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης (12μηνης) σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, ετήσια άδεια με αποδοχές ίση με το 1/12 της άδειας που προβλέπεται για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψή του, εφόσον η άδεια χορηγείται για πρώτη φορά, ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους και μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Σημειώνεται ότι για την εκ περιτροπής εργασία ως μήνας λογίζονται οι 25 ημέρες απασχόλησης.