Το κύρος της μεταβίβασης ονομαστικών μετοχών μη εισηγμένων
H σύγκρουση Εμπορικού και Φορολογικού Δικαίου
Α. Αστικό και Εμπορικό Δίκαιο – Νομικό πλαίσιο
Σύμφωνα με το άρθρο 159 του Αστικού Κώδικα: «Δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη»
Σύμφωνα με το άρθρο 1034 του Αστικού Κώδικα: «Για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού απαιτείται παράδοση της νομής του από τον κύριο σ` αυτόν που την αποκτά και συμφωνία των δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα».
Σύμφωνα με το άρθρο 8β παρ. 6 και 7 του κ.ν. 2190/1920 (Νόμος περί Ανωνύμων Εταιρειών):
«6. Η μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών γίνεται με εγγραφή σε ειδικό βιβλίο της εταιρείας, η οποία χρονολογείται και υπογράφεται από τον μεταβιβάζοντα μέτοχο και τον αποκτώντα. Μετά από κάθε μεταβίβαση εκδίδεται νέος τίτλος… Ως μέτοχος έναντι της εταιρείας θεωρείται ο εγγεγραμμένος στο βιβλίο αυτό.
7. Η μεταβίβαση μετοχών που έχουν εκδοθεί σε άυλη μορφή γίνεται με σχετική καταχώριση στο μητρώο όπου τηρούνται οι κινητές αξίες, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες σχετικές διατάξεις. Προκειμένου περί ονομαστικών μετοχών, ο εγγεγραμμένος στο μητρώο των κινητών αξιών θεωρείται έναντι της εκδότριας εταιρίας ως μέτοχος».
Ως εκ των ανωτέρω, προκύπτουν τα κάτωθι:
Για τις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, η μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών ανωνύμων εταιρειών, μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, ολοκληρώνεται με την παράδοση της νομής τους [ΑΚ 1034].
Για τις σχέσεις του αποκτώντος με την εταιρεία, η ως άνω μεταβίβαση επέρχεται από το χρονικό σημείο της εγγραφή της στο ειδικό βιβλίο μετόχων που τηρείται από την ανώνυμη εταιρεία, οπότε και ο αποκτών λογίζεται πλέον ως μέτοχος και νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά έναντι αυτής [άρθρο 8β του κ.ν. 2190/1920].
Β. Φορολογικές Διατάξεις
Σύμφωνα με το άρθρο 79 § 4 του Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), όπως αυτή προστέθηκε με την § 3 του άρθρου 15 του Ν. 2459/1997: “Η μεταβίβαση εν ζωή ή λόγω θανάτου ονομαστικών ή ανώνυμων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών πραγματοποιείται αποκλειστικώς με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο θεωρημένο από τον προϊστάμενο της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Απόκτηση τέτοιων μετοχών κατά παράβαση της διάταξης του προηγουμένου εδαφίου θεωρείται άκυρη και δεν παράγει κανένα δικαίωμα, υπέρ αυτού που τις αποκτά, όπως το δικαίωμα είσπραξης μερίσματος, συμμετοχής στις γενικές συνελεύσεις, μεταβίβασης των μετοχών αυτών κ.λ.π. … Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι λεπτομέρειες, που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου, καθώς και οι περιπτώσεις που η πιο πάνω μεταβίβαση μπορεί να γίνει και με άλλο τρόπο. Κάθε άλλη διάταξη, γενική ή ειδική, που αντίκειται στις διατάξει της προηγούμενης παραγράφου παύει να ισχύει».
Περαιτέρω, με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ. 1169/1997, καθορίστηκε μόνο ένα ελάχιστο περιεχόμενο για την ιδιωτική ή, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, σύμβαση μεταβίβασης μετόχων, καθώς και η διαδικασία θεώρησης του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού, από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.
Γ. Σύγκρουση Εμπορικού και Φορολογικού Δικαίου
Με την ως άνω φορολογική διάταξη, επιβάλλεται ο έγγραφος τύπος για τη μεταβίβαση ονομαστικών ή ανώνυμων μετοχών, μη εισηγμένων, εν αντιθέσει με το άτυπο της μεταβίβασης των μετοχών που προβλέπουν οι κανόνες του Αστικού και Εμπορικού Δικαίου. Πρακτική συνέπεια μάλιστα της μη τήρησης του τύπου, κατά την ως άνω διάταξη, καθίσταται η ακυρότητα της μεταβίβασης, ήτοι δεν παράγει κανένα έννομο δικαίωμα υπέρ του αποκτώντος.
Ωστόσο, σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία1 , πρόκειται για «μετωπική σύγκρουση» μεταξύ των διατάξεων του εμπορικού και του φορολογικού δικαίου, με τις τελευταίες να συνιστούν ρήγμα σε παγιωμένους θεσμούς του ιδιωτικού δικαίου και συγκεκριμένα στη θεμελιώδη αρχή τόσο του εμπορικού, όσο και του αστικού δικαίου περί του ατύπου των συμβάσεων.
Περαιτέρω, κατά την κρατούσα νομολογία2, ισχύουν τα κάτωθι:
1. Ο έγγραφος τύπος της μεταβίβασης προσκρούει τόσο στον αξιογραφικό χαρακτήρα της μετοχής ως συμμετοχικού αξιογράφου όσο και στους κανόνες για τη μεταβίβαση των μετοχών. Έτσι, με βάση τελολογικά κριτήρια, για να μην επέλθει ανατροπή των όσων νομοθετικώς είχαν καθιερωθεί ως προς τα ζητήματα κύρους μεταβιβάσεως των μετοχών από άποψη εμπορικού δικαίου, με την επιβολή του τύπου, προκειμένου να επιτυγχάνεται φορολόγηση της υπεραξίας των μετοχών αυτών, ως αυτοτελούς εισοδήματος, πρέπει να ερμηνευθεί ότι οι ως άνω φορολογικές διατάξεις καθιερώνουν δηλωτικό και όχι συστατικό τύπο μεταβίβασης, αφού θεσπίστηκαν για λόγους φορολογικών συμφερόντων του Δημοσίου και όχι για να καθιερώσουν συστατικό τύπο κατά την έννοια του άρθρου 159 ΑΚ.
2. Oι φορολογικές ρυθμίσεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, υπό την έννοια ότι η προβλεπόμενη ακυρότητα της μεταβίβασης σε περίπτωση μη τηρήσεως αυτού, ισχύει μόνον έναντι των φορολογικών αρχών (λόγω συμφερόντων του Δημοσίου) και όχι στις μεταξύ των μερών σχέσεις ή μεταξύ αποκτώντος και εταιρείας.
3. Επισημαίνεται, επίσης, ότι σκοπός του φορολογικού νομοθέτη ήταν η σύλληψη φορολογητέας ύλης και η περιστολή της φοροδιαφυγής.
4. Τέλος, η άποψη αυτή ενισχύεται, εξάλλου και από το ότι η προαναφερθείσα διάταξη εντάχθηκε στις φορολογικές διατάξεις και όχι στη διάταξη του άρθρου 8β του ν. 2190/1920, με την οποία ορίζεται ο τρόπος μεταβίβασης των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και ήδη συμπληρώθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3604/2007.
Δ. Συμπέρασμα
Συνεπώς, η μεταβίβαση μετοχών που έγινε νομοτύπως κατ` άρθρο 1034 ΑΚ και άρθρο 8β κ.ν. 2190/1920, καθίσταται έγκυρη, ακόμα και στην περίπτωση που γι’ αυτή δεν έχει καταβληθεί ο αναλογούν φόρος.
1. ΔΕΕ 2014, σελ.761 επ., Π.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΔΕΕ 2013 σελ.1159 επ., Περάκης, Το Δίκαιο της Α.Ε., 2003, σελ. 333 επ.
2. ΑΠ.1426/2013, ΑΠ.1963/2014, ΑΠ.1964/2014.