Το έντοκο της επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου
Η επιστροφή φόρου αποτελεί δικαίωμα (αξίωση) του φορολογούμενου στην αναζήτηση της καταβολής του υπερβάλλοντος ή αχρεωστήτως καταβλήθέντος από αυτόν φόρου και υποχρέωση της Φορολογικής Αρχής να καταβάλει στο δικαιούχο τον επιστρεπτέο φόρο κατά τρόπο πλήρη και προσήκοντα.
Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 53 του ΚΦΔ ορίζεται ότι σε περίπτωση αχρεώστητης καταβολής, οφείλονται τόκοι για την χρονική περίοδο από την ημερομηνία αίτησης επιστροφής του εκτός εάν η επιστροφή φόρου ολοκληρωθεί εντός 90 ημερών από την παραλαβή της αίτησης επιστροφής.
Το έντοκο της επιστροφής ορίζεται ως παρεπόμενη υποχρέωση του Δημοσίου, διότι ο φορολογούμενος ο οποίος καταβάλει φόρο χωρίς να υπέχει σχετική υποχρέωση, υφίσταται περιουσιακή ζημία. Η παρεπόμενη δε αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας της περιουσίας του αχρεωστήτως καταβάλοντος τον φόρο, διέπεται από το νομοθετικό καθεστώς που εκάστοτε ισχύει κατά τον χρόνο που αυτή γεννάται. Εάν η κύρια αξίωση προς επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου γεννήθηκε μέχρι 31.12.2013, περίπτωση που δεν εξαιρείται από την εφαρμογή του άρθρου 53 ΚΦΔ, το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 ν. 1473/1984, για δε το διάστημα μετά την 1.1.2014 εκείνο που ορίζεται με την εκδοθείσα κατ΄εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 53 ΚΦΔ 1198598ΕΞ 2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δηλαδή το επιτόκιο πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO) που ισχύει κατά την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογούμενου για την επιστροφή του φόρου.
Ειδικά για την περίπτωση έντοκης επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου μετά από δικαστική απόφαση το ΣτΕ με την σημαντική απόφαση 2190/2014 της Ολομελείας του επέλυσε δύο μείζονος σημασίας ως προς την συνταγματικότητά τους ζητήματα.
Το πρώτο αφορά την διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 ν. 1473/1984 η οποία όριζε ότι κάθε άμεσος ή έμμεσος φόρος ή πρόστιμο που έχει καταβληθεί στο Δημόσιο, χωρίς όμως να οφείλεται σύμφωνα με οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού, επιστρέφεται στον φορολογούμενο, προσαυξημένος με τόκο. Η καταβολή του τόκου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται αυτού εντός του οποίου κοινοποιήθηκε στην φορολογική αρχή η απόφαση του δικαστηρίου που αναγνωρίζει, ως αχρεώστητη, την καταβολή του φόρου
Επί του ζητήματος αυτού η Ολομέλεια του ΣτΕ αποφάνθηκε ότι πρόκειται για αντισυνταγματική διάταξη που δεν είναι συμβατή με την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος αλλά και με τις διατάξεις περί προστασίας της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Και τούτο διότι η υποχρέωση καταβολής τόκων η οποία εξ ορισμού έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας από στέρηση περιουσιακών στοιχείων, περιοριζόμενη στο χρονικό διάστημα μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή της αποφάσεως του αρμοδίου δικαστηρίου αφήνει ακάλυπτο μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο φορολογούμενος υφίσταται μη νομίμως περιουσιακή ζημία και του οποίου χρονικού διαστήματος η διάρκεια εξαρτάται από γεγονότα που ευρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής του, όπως είναι κυρίως ο χρόνος συζητήσεως της υποθέσεως και της δημοσιεύσεως και κοινοποιήσεως της αποφάσεως
Προς τούτο αποφάνθηκε ότι η τοκοφορία επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου ,αρχίζει από την ημερομηνία κατάθεσης της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο .
Επί του δευτέρου ζητήματος που αφορά στον έλεγχο συνταγματικότητας της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 38 ν. 1473/1984 που ορίζει ως εφαρμοστέο επιτόκιο το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας, η Ολομέλεια αποφάνθηκε υπερ της συνταγματικότητας της διάταξης, ως ειδικής και τούτο διότι το επιλεγέν από τον νομοθέτη κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους του επιτοκίου, που είναι εφαρμοστέο για την έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, είναι πρόσφορο, συναφές με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν εισάγει άνιση ρύθμιση. Εξ ίσου εξάλλου σημαντική και με μεγάλη πρακτική σημασία ως προς ως προς το κατάλληλο ένδικο μέσο αλλά και ως προς την δυνατότητα άσκησης αυτοτελούς προσφυγής με αίτημα την επιδίκαση μόνο τόκων (εφόσον δεν είχε περιληφθεί αντίστοιχο αίτημα στο δικόγραφο της ασκηθείσας κύριας προσφυγής) κρίνεται η απόφαση 686/2020 του ΣτΕ . Με αυτήν το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι, ειδικώς σε περιπτώσεις όπου η κύρια αξίωση του φορολογουμένου αφορά σε επιστροφή φόρου, ο οποίος καταβλήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, η αντίστοιχη υποχρέωση του Δημοσίου για καταβολή τόκων μπορεί να γεννάται από το χρόνο της αχρεώστητης καταβολής (προηγούμενο της κύριας προσφυγής) και να διατηρείται μέχρι του χρόνου που το σχετικό ποσό επιστρέφεται στον φορολογούμενο, κατ’ επιταγή της αρχής της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου. Εν όψει δε τούτων, έχοντας ήδη κριθεί από παλαιότερη νομολογία ότι οι διατάξεις του άρθρου 21 του Κώδικος νόμων περί δικών του Δημοσίου αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο, κατά το μέρος που ορίζουν ως χρόνο ενάρξεως της τοκοφορίας εκείνον της ασκήσεως της προσφυγής με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου (ΣτΕ 2812/2018, 412/2018, 2083/2017, 4054-5/2014 κ.ά).αποφαίνεται ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση αυτοτελούς προσφυγής μετά την περάτωση της κύριας φορολογικής διαφοράς μη τιθέμενων ζητημάτων παραγραφής αφού θεωρείται ότι αυτή έχει διακοπεί με την άσκηση της προηγούμενης (κύριας) προσφυγής.
Συμπερασματικά όπως αναλύεται ανωτέρω, από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από ποικίλες δικαστικές αποφάσεις του ΣτΕ (686/2020, 990/2020, 2190/2014) αλλά και κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ)
προκύπτει ότι σε περίπτωση αχρεώστητης καταβολής φόρου βάσει δικαστικής απόφασης, τόκος οφείλεται από την ημερομηνία κατάθεσης της προσφυγής μέχρι την επιστροφή του ποσού από το Δημόσιο. Το αίτημα δε της εντόκου επιστροφής μπορεί παραδεκτώς είτε να σωρευθεί στην κύρια προσφυγή είτε να αναζητηθεί με αυτοτελή προσφυγή μετά την περάτωση της κύριας δίκης χ
Η απόρριψη δε του αιτήματος από την φορολογική αρχή, προσβάλλεται παραδεκτώς με ενδικοφανή προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ΚΦΔ ( ΔΕΔ Αθήνας 4538/2021).
* Οι πληροφορίες είναι ακριβείς με βάση τα δεδομένα που είναι γνωστά στον συγγραφέα κατά τον χρόνο σύνταξης του άρθρου. Δεν έχουμε υποχρέωση να επικαιροποιούμε τα αναρτημένα άρθρα. Η δικηγορική μας εταιρεία δεν αναλαμβάνει ευθύνη έναντι οποιουδήποτε τρίτου που δεν είναι πελάτης και δεν έχει υπογράψει τους όρους συνεργασίας μας.