Φορολογική μεταχείριση αρραβώνα επί ματαίωσης συμβολαίου αγοράς ακινήτου
Κατά τη διάταξη του άρθρου 166 ΑΚ, το προσύμφωνο είναι σύμβαση, δια της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να συνάψουν ορισμένη σύμβαση. Οι συμβαλλόμενοι, όμως, μπορούν να ορίσουν, ρητά ή σιωπηρά, ότι η άπρακτη πάροδος της ορισθείσας προθεσμίας, ανεξαρτήτως του λόγου που την προκάλεσε, επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου και ματαίωση καταρτίσεως της οριστικής συμβάσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 402 ΑΚ, προκύπτει, ότι κατά την κατάρτιση της συμβάσεως μπορεί να δοθεί αρραβώνας.
Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 404 και 405 του ΑΚ ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα) για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή (άρθρο 404). Η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμιά ζημία (άρθρο 405).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ποινική ρήτρα είναι η υπόσχεση ποινής για την περίπτωση κατά την οποία ο υποσχεθείς δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την οφειλόμενη παροχή. Αυτή (ποινική ρήτρα) αποτελεί μέσο εξαναγκασμού της εκπλήρωσης της σύμβασης και έρχεται, όπως και ο αρραβώνας, σε ενίσχυση της κύριας ενοχής με την μορφή συμφωνημένης πρόσθετης κύρωσης, για την περίπτωση που αυτή δεν θα εκπληρωθεί ή δεν θα εκπληρωθεί κατά προσήκοντα τρόπο.
Εξάλλου, αναφορικά με τη φορολογία εισοδήματος, ως εισόδημα φορολογείται, μόνο εφόσον υφίσταται περιοδικότητα και διαρκώς εκμεταλλεύσιμη πηγή, το αντάλλαγμα προσωπικής εργασίας ή οι καρποί περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου, καθώς και κάθε άλλη προσαύξηση της περιουσίας του, εάν αυτή, δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, λογίζεται, για την υπαγωγή στο φόρο, ως εισόδημα (ενδεικτικά ΣτΕ 414/1999, 1453/1982, 3514/1975, 2417/1965, 362/1932).
Προκειμένου λοιπόν μια πρόσοδος να φορολογηθεί θα πρέπει να φέρει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήματος, τα οποία έχουν διαπλαστεί νομολογιακά και είναι τα εξής:
- Η σταθερότητα της πηγής του,
- Η περιοδικότητα,
- Η ύπαρξη διαρκώς εκμεταλλεύσιμης πηγής.
Κατ’ εξαίρεση, ένα έσοδο ακόμα και αν δεν έχει τα χαρακτηριστικά του εισοδήματος, θα πρέπει να ορίζεται ρητά σε ειδική διάταξη νόμου ότι το έσοδο αυτό φορολογείται ως εισόδημα.
Άλλωστε σε παρόμοια περίπτωση, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έχει αποφανθεί ότι δεν φορολογείται ως εισόδημα το ποσό ποινικής ρήτρας που έχει επιδικασθεί στην εκμισθώτρια λόγω πρόωρης λύσης της σύμβασης μίσθωσης καθώς αφενός δεν φέρει τα χαρακτηριστικά του εισοδήματος (περιοδικότητα, σταθερότητα πηγής) και αφετέρου δεν προβλέπεται η φορολόγηση αυτού του ποσού από διάταξη νόμου καθότι δεν ανήκει σε κάποια από τις κατηγορίες εισοδήματος, ήτοι εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, ή από επιχειρηματική δραστηριότητα, ή από κεφάλαιο και ή από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου (ΔΕΔ Αθήνας 3315/2018).
Σε περίπτωση μη σύμπραξης του αντισυμβαλλόμενου για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης τόσο η αξίωση του δοθέντος αρραβώνα όσο και η ποινική ρήτρα έχουν χαρακτήρα κύρωσης για την περίπτωση μη προσήκουσας πλήρωσης, άρα έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα. Επομένως, το ποσό αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί εισόδημα καθώς αφενός ελλείπει η σταθερότητα της πηγής, η περιοδικότητα και η ύπαρξη διαρκώς εκμεταλλεύσιμης πηγής, αφετέρο δεν υπάρχει ειδική διάταξη νόμου που να προβλέπει υπαγωγή σε φόρο εισοδήματος.
* Οι πληροφορίες είναι ακριβείς με βάση τα δεδομένα που είναι γνωστά στον συγγραφεά κατά τον χρόνο σύνταξης του άρθρου. Δεν έχουμε υποχρέωση να επικαιροποιούμε τα αναρτημένα άρθρα. Η δικηγορική μας εταρεία δεν αναλαμβάνει ευθύνη έναντι οποιουδήποτε τρίτου που δεν είναι πελάτης και δεν έχει υπογράψει τους όρους συνεργασίας μας.