Λύση ΕΠΕ λόγω παρόδου διάρκειας και θέση σε εκκαθάριση
Από το συνδυασμό του άρθρου 44 παρ. 1 του Ν. 3190/1955 περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4541/31-5-2018 ΦΕΚ 93Α, σύμφωνα με το οποίο «Η εταιρεία λύεται: α) Κατά πάσαν υπό του νόμου ή υπό του καταστατικού προβλεπομένην περίπτωσιν, β) με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του συνολικού αριθμού των εταίρων, οι οποίοι εκπροσωπούν τα δύο τρίτα (2/3) του εταιρικού κεφαλαίου, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, γ) Δια δικαστικής αποφάσεως ένεκα σπουδαίου λόγου, αιτήσει τινός, ή τινών των εταίρων εκπροσωπούντων τουλάχιστον το εν δέκατον του εταιρικού κεφαλαίου, δ) Δια της κηρύξεως της εταιρείας εις κατάστασιν πτωχεύσεως, ε) Όταν παρέλθει ο ορισμένος χρόνος διάρκειας, εκτός αν ο χρόνος αυτός παραταθεί πριν λήξει με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων», καθώς και του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. στ., σύμφωνα με το οποίο «Η εταιρική σύμβαση πρέπει να περιέχει τη διάρκεια της εταιρείας. Η διάρκεια της εταιρείας είναι ορισμένου χρόνου και ορίζεται σε έτη», συνάγεται ότι η Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης λύεται αυτοδικαίως με την πάροδο του χρόνου διάρκειας αυτής, που ορίζεται στο καταστατικό της. Σιωπηρή παράταση της διάρκειας της εταιρείας με τη συνέχιση της δραστηριότητάς της και μετά το πέρας αυτής, δεν είναι δυνατή, καθώς κάτι τέτοιο αντίκειται στην ασφάλεια των εμπορικών συναλλαγών. Με τη λήξη της διάρκειας της εταιρείας, η συνέλευση των εταίρων δεν δύναται να λάβει απόφαση για την παράταση της διάρκειας. Ενδεχόμενη, πάντως, τέτοια απόφαση θα συνεπάγεται την αναβίωση της εταιρείας.
Η λύση της ΕΠΕ στην περίπτωση της παρόδου διάρκειάς της επέρχεται αυτοδικαίως με την πάροδο του συγκεκριμένου χρόνου που ορίζεται σαφώς στο καταστατικό της, το οποίο έχει ήδη δημοσιευθεί και δεν απαιτείται η τήρηση της δημοσιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8 του ν. 3190/1955 όπως ισχύει σήμερα (δηλαδή δημοσίευση στο ΓΕΜΗ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 του ως άνω νόμου, όταν λυθεί η εταιρεία, ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, δηλαδή η γνωστοποίηση του ενεργητικού της με είσπραξη των απαιτήσεών της, η εκποίηση των λοιπών περιουσιακών της στοιχείων, η πληρωμή των χρεών της και η διανομή του καθαρού ενεργητικού που θα προκύψει στους εταίρους, ενώ μέχρι το πέρας αυτής και την διανομή της εταιρικής περιουσίας, λογίζεται εξακολουθούσα και διατηρεί την επωνυμία της με την προσθήκη των λέξεων «υπό εκκαθάριση».
Όταν, μάλιστα, η Ε.Π.Ε. λυθεί για οποιοδήποτε λόγο (συμπεριλαμβανομένης της παρόδου διάρκειάς της βάσει του καταστατικού της), ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης αυτοδικαίως εκ του νόμου, χωρίς να απαιτείται προς τούτο λήψη απόφασης από οποιοδήποτε όργανο, εταιρικό ή εξωεταιρικό.
Για τη λύση της Ε.Π.Ε. που επέρχεται λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας, η λύση και η θέση σε εκκαθάριση επέρχεται από την ημερομηνία λήξης της διάρκειας της εταιρείας, όπως αυτή ορίζεται στο καταστατικό της. Ωστόσο, θα πρέπει να συνταχθεί και να υποβληθεί για να καταχωρισθεί στο ΓΕΜΗ, ο ισολογισμός έναρξης εκκαθάρισης που θα φέρει ως ημερομηνία την ημερομηνία λήξης της διάρκειας.
Σημειώνεται, δε, ότι με τη λύση της εταιρείας και την έναρξη της εκκαθάρισης, παύει η εξουσία των διαχειριστών και η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας ασκούνται από τους εκκαθαριστές. Το άρθρο 46 παρ. 2, ειδικότερα, περιορίζει την εξουσία των οργάνων της εταιρείας κατά το στάδιο της εκκαθάρισης στη διενέργεια των απαραίτητων για την εκκαθάριση της εταιρείας πράξεων. Οι εκκαθαριστές, δηλαδή, πρέπει να περατώσουν αμελλητί τις εκκρεμείς υποθέσεις της εταιρείας, να εξοφλήσουν τα χρέη της εταιρείας, να εισπράξουν τις απαιτήσεις αυτής και να μετατρέψουν σε χρήμα την εταιρική περιουσία (βλ. άρθρο 48 και 49 του νόμου, και κατωτέρω ζήτημα υποχρεώσεων). Οπωσδήποτε δε, κατά το στάδιο αυτό της εκκαθάρισης, παύει η επαγγελματική δραστηριότητα της εταιρείας.
Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης και την κατάρτιση του τελικού ισολογισμού, που υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του αναθεωρημένου άρθρου 8 παρ. 1 (δηλαδή καταχώρηση στο ΓΕΜΗ) και τη διανομή του προϊόντος εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας στους εταίρους, το νομικό πρόσωπο της εταιρείας παύει και θεωρητικώς να υφίσταται.
Τέλος, για την διαγραφή της Ε.Π.Ε. από το ΓΕΜΗ, θα πρέπει να καταχωρηθεί τελικός ισολογισμός λήξης εκκαθάρισης και το Πρακτικό της Γ.Σ. των εταίρων που τον εγκρίνουν.
- Διορισμός και Ανάκληση εκκαθαριστών: ειδικές περιπτώσεις
Από την διάταξη της § 1 του άρθρου 47 του νόμου περί Ε.Π.Ε., όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4541/31-5-2018 ΦΕΚ 93A, συνάγεται ότι, καταρχήν η εκκαθάριση διενεργείται από τα πρόσωπα στα οποία ανήκε η διαχείριση, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, ή αποφάσισε άλλως η συνέλευση των εταίρων. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 786 § 1 ΚΠολΔ, 46 § 1, 47 § 1 και 15 του ν. 3190/1955 με σαφήνεια συνάγεται ότι αν συντρέχει κατά νόμο περίπτωση διορισμού εκκαθαριστών λυθείσας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ο διορισμός αυτός γίνεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Αίτηση διορισμού νομιμοποιείται να υποβάλει και ο εταίρος της εταιρίας που έχει προς τούτο έννομο συμφέρον ενόψει και της άνω ιδιότητας του. Για να χωρήσει όμως τέτοιος διορισμός εκκαθαριστών λυθείσης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, πρέπει να μην υπάρχουν νομίμως διορισμένοι εκκαθαριστές κατά (άλλο) ορισμένο τρόπο.
Τέτοιος τρόπος είναι και ο νόμιμος διορισμός καταστατικού εκκαθαριστή (δυνάμει διατάξεως του καταστατικού της εταιρείας), ο οποίος ανακαλείται ελεύθερα με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων (με τη συνήθη πλειοψηφία του άρθρου 13, μιας και αφορά στην εκκαθάριση της εταιρείας). Σε περίπτωση διμελούς Ε.Π.Ε., τονίζεται ότι η απαιτούμενη πλειοψηφία καθιστά απαραίτητη την ομοφωνία των εταίρων για τη λήψη αποφάσεων στη συνέλευση, αφού η λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως που στηρίζεται μόνο στην ψήφο του ενός των εταίρων είναι κατά το ισχύον δίκαιο ανεπίτρεπτη.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάκληση των εκκαθαριστών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 47 του νόμου (που ορίζει την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 19 περί ανάκλησης των διαχειριστών), είναι επιτρεπτή και γίνεται και για τους εξής λόγους:
- Οι εκκαθαριστές ανακαλούνται για σπουδαίο λόγο, με δικαστική απόφαση, εφόσον έχει προηγουμένως ληφθεί σχετική απόφαση της συνελεύσεως των εταίρων. Εδώ, ωστόσο, σημειώνεται ότι για την ανάκληση καταστατικού εκκαθαριστή, εφαρμόζεται και στην Ε.Π.Ε. η διάταξη του άρθρου 786 παρ. 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, δύναται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, να αντικαταστήσει για σπουδαίο λόγο τους εκκαθαριστές της εταιρείας. Στην περίπτωση αυτή, κατά την κρατούσα άποψη, δεν απαιτείται επιπλέον απόφαση της συνέλευσης των εταίρων στην περίπτωση που δεν είναι εξ ορισμού δυνατή η διαμόρφωση της πλειοψηφίας, όπως π.χ. όταν εκκαθαριστής είναι, επί διμελούς Ε.Π.Ε., ο ένας εκ των δύο εταίρων, οπότε και είναι αδύνατη η λήψη αποφάσεως λόγω διαφωνίας. Αρμόδιο δικαστήριο να δικάσει την εν λόγω αίτηση αντικατάστασης εκκαθαριστή που είχε διοριστεί με το καταστατικό (με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας) είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στο οποίο έχει την έδρα της η εταιρεία.
- Οι εκκαθαριστές μπορούν να ανακληθούν επίσης, με απόφαση του δικαστηρίου, κατόπιν αιτήσεως του 1/10 των εταίρων που εκπροσωπούν συγχρόνως το 1/10 του συνολικού αριθμού των εταιρικών μεριδίων, για σπουδαίο λόγο.
Σπουδαίος λόγος νοείται ιδίως η σοβαρή παράβαση καθηκόντων ή η ανικανότητα προς τακτική διαχείριση.
Ο διορισμός και η για οποιοδήποτε λόγο παύση της εξουσίας των εκκαθαριστών, με όλα τα στοιχεία της ταυτότητας τους, υπόκειται στις διατυπώσεις δημοσιότητας. Στις ίδιες διατυπώσεις υπόκειται και ο τρόπος ασκήσεως της εξουσίας των εκκαθαριστών.
- Υποχρεώσεις και ευθύνη εκκαθαριστή
Κατά το άρθρο 48 του νόμου περί ΕΠΕ όπως τροποποιήθηκε (με το Ν. 4541/2018) και ισχύει, με την έναρξη της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές υποχρεούνται να ενεργήσουν απογραφή της εταιρικής περιουσίας και να καταρτίσουν ισολογισμό έναρξης εκκαθάρισης, τον οποίο δημοσιεύουν σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου αυτού. Εφόσον η εκκαθάριση εξακολουθεί, ο εκκαθαριστής υποχρεούται να καταρτίζει στο τέλος κάθε χρήσης οικονομικές καταστάσεις εκκαθάρισης, οι οποίες εγκρίνονται από τη συνέλευση των εταίρων και υποβάλλονται στις διατυπώσεις του άρθρου 8.
Κατά το άρθρο 49 του ίδιου νόμου, οι εκκαθαριστές πρέπει να περατώσουν αμελλητί τις εκκρεμείς υποθέσεις της εταιρίας, να εξοφλήσουν τα χρέη της εταιρίας, να εισπράξουν τις απαιτήσεις αυτής και να μετατρέψουν σε χρήμα την εταιρική περιουσία και σύμφωνα με το άρθρο 50 του αυτού νόμου μετά την περάτωση της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές καταρτίζουν τον τελικό ισολογισμό, που υποβάλλεται στις διατυπώσεις που ορίζει ο νόμος και στη συνέχεια διανέμουν το προϊόν της εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας στους εταίρους, ανάλογα με τη μερίδα συμμετοχής τους. Έκτοτε το νομικό πρόσωπο της εταιρίας θεωρητικώς παύει να υφίσταται.
Το ανωτέρω στάδιο της εκκαθάρισης και η διαδικασία της, όπως προκύπτει από τα ως άνω εκτιθέμενα άρθρα του νόμου περί ΕΠΕ, αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο, δεδομένου ότι οι διατάξεις για την εκκαθάριση της ΕΠΕ αποβλέπουν κατά πρώτο λόγο στην προστασία των εταιρικών δανειστών και κατά δεύτερο λόγο στη διανομή του προϊόντος εκκαθάρισης στους εταίρους. Για τους λόγους αυτούς, οι διατάξεις για την εκκαθάριση της ΕΠΕ είναι αναγκαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται αποκλεισμός του σταδίου της εκκαθάρισης ή καθορισμός άλλου τρόπου διακανονισμού των εκκρεμοτήτων.
Ο εκκαθαριστής ΕΠΕ υπέχει τις προσωπικές ευθύνες για αποζημίωση εταίρων ή δανειστών για ζημίες από υπαίτια παράβαση επιταγών ή απαγορεύσεων του δικαίου της ΕΠΕ και του καταστατικού, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων περί ευθύνης των διαχειριστών.
Συγκεκριμένα, με τη διάταξη του άρθρου 26 του νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Οι διαχειρισταί ευθύνονται εις αποζημίωσιν εφόσον δεν ενήργησαν από κοινού εις ολόκληρον, έναντι της εταιρίας, εκάστου των εταίρων και των τρίτων διά παραβάσεις του παρόντος νόμου και του καταστατικού ή διά πταίσματα περί την διαχείρισιν αυτών. 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αξίωσης των κατ’ ιδίαν εταίρων και των τρίτων δύναται να ασκηθή εφόσον η συνέλευσις των εταίρων απέρριψε πρότασιν περί εγέρσεως αγωγής εκ μέρους της εταιρίας ή εφόσον δεν ελήφθη απόφασις της συνελεύσεως εντός ευλόγου χρόνου». Η άνω διάταξη, στο μέτρο που αναφέρεται στους εταίρους και τους τρίτους, ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία τα άνω πρόσωπα ζημιώνονται εμμέσως από πράξεις ή παραλείψεις των διαχειριστών, δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία οι εταίροι και οι τρίτοι βλάπτονται αντανακλαστικά από τη βλάβη που επέρχεται αμέσως στο νομικό πρόσωπο της εταιρίας εξαιτίας των άνω πράξεων και παραλείψεων των διαχειριστών. Τα παραπάνω ισχύουν και στην περίπτωση που η ΕΠΕ βρίσκεται στο στάδιο της εκκαθαρίσεως.