Προτάσεις μείωσης/ελέγχου του εργοδοτικού κόστους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις – Μερική απασχόληση
Σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν.1892/1990, ο εργοδότης και ο εργαζόμενος μπορούν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάρτιση της, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.
Επίσης, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 Ν.1892/1990, οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης, ενώ επίσης έχουν και δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, ανάλογα με τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους.
Διευκρινίζεται ότι η ανάλογη μείωση των αποδοχών έναντι της απασχόλησης για χρόνο λιγότερο του νομίμου είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον υπάρχει ειδική έγγραφη συμφωνία εργοδότη – εργαζομένου, έστω και αν αυτή έγινε κατά τη διάρκεια υφιστάμενης σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης και εφόσον βέβαια δεν θίγει τα κατώτατα νόμιμα όρια αποδοχών. Διαφορετικά, η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής τροπή της σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης του εργαζομένου σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών του, συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Επομένως, αν δεν υπάρχει η ως άνω συμφωνία και ο εργαζόμενος εργαστεί λιγότερες ώρες από τις νόμιμες, θεωρείται ότι έχει συμφωνηθεί απασχόληση για πλήρες ωράριο, οπότε ο εργαζόμενος έχει αξίωση να λάβει ολόκληρο το νόμιμο μισθό .
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8 Ν.1892/1990, καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη αποδοχής από τον εργαζόμενο εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση είναι άκυρη.