Προτάσεις μείωσης/ελέγχου του εργοδοτικού κόστους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις – Άδεια άνευ αποδοχών
Στην ισχύουσα εργατική νομοθεσία δεν υφίσταται συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο που να ρυθμίζει το θέμα της χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών σε εργαζομένους που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, ωστόσο η χορήγηση της εν λόγω άδειας θεμελιώνεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361). Εξαίρεση αποτελούν ρυθμίσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, οι οποίες περιλαμβάνονται σε εσωτερικούς κανονισμούς εργασίας ή κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις κ.λπ.
Σημειώνεται ότι η άδεια άνευ αποδοχών αποτελεί μια μορφή αναστολής της εργασιακής σχέσης, υπό την έννοια ότι κατά το διάστημα χορήγησης άδειας η σύμβαση εργασίας δε λύεται, αλλά απλώς ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να εργαστεί και ο εργοδότης δεν έχει την υποχρέωση να καταβάλει αποδοχές και ασφαλιστικές εισφορές. Επίσης, δεν υφίσταται διάταξη νόμου που να καθορίζει τον αριθμό των ημερών άδειας άνευ αποδοχών, ενώ σύμφωνα και με τις γενικές αρχές του εργατικού δικαίου ο χρόνος της άδειας λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου προϋπηρεσίας του εργαζομένου .
i. Τρόπος χορήγησης άδειας
Η χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών προϋποθέτει τη σύμπτωση βουλήσεως μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και δεν δύναται να χορηγηθεί μονομερώς από τον εργοδότη ούτε να απαιτηθεί μονομερώς από τον εργαζόμενο.
Στην περίπτωση δηλαδή που ο εργαζόμενος ζητήσει άδεια άνευ αποδοχών, προκειμένου να τη λάβει, θα πρέπει να έχει και τη σύμφωνη γνώμη του εργοδότη, ο οποίος δύναται να τη χορηγήσει στα πλαίσια των ορίων που θέτει η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και αφού συνεκτιμήσει τόσο τις οικογενειακές και κοινωνικές ανάγκες και υποχρεώσεις του εργαζόμενου όσο και το ενδεχόμενο της δυσχερούς αντικατάστασης του εργαζομένου.
Μια ενδεχόμενη μονομερής (αναγκαστική) χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών εκ μέρους του εργοδότη ισοδυναμεί με άρνηση αποδοχής της εργασίας, οπότε στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία καταβολής στον εργαζόμενο των αντίστοιχων αποδοχών.
ii. Συμψηφισμός με την κανονική ετήσια άδεια
Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 1896/28.08.1997 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, «δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι σε κάθε περίπτωση χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών, οφείλεται στον εργαζόμενο και η κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές. Μόνο αν πρόκειται περί απολύτως δικαιολογημένης απουσίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος, που έτυχε της άδειας άνευ αποδοχών, είναι δυνατόν να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή σωματικές δυνάμεις (όπως όταν πρόκειται για άδεια άνευ αποδοχών για μετεκπαίδευση), δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές, όσο και το επίδομα άδειας».
Ως εκ τούτου, η άδεια άνευ αποδοχών σκόπιμο είναι να χορηγείται μετά την εξάντληση της κανονικής άδειας ή να συμφωνείται η τύχη της κανονικής άδειας κατά τη χορήγηση της άδειας άνευ αποδοχών.