Εκούσια και ακούσια έξοδος εταίρου Ε.Π.Ε.
Κατά το άρθρο 33 του ν. 3190/1955 περί εταιριών περιορισμένης ευθύνης:
1. Το καταστατικό μπορεί να περιλαμβάνει διατάξεις περί δικαιώματος των εταίρων να εξέλθουν από́ την εταιρεία, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.
2. Κάθε εταίρος μπορεί να εξέλθει μετά από απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών. Με την ίδια απόφαση προσδιορίζεται και η αξία της μερίδας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή́ του άρθρου 29 παρ. 1 και 4.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το αναθεωρημένο άρθρο 33 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 6 Ν. 4541/2018, ΦΕΚ Α 93/31.5.2018, «κάθε εταίρος μπορεί να εξέλθει από την εταιρεία με δήλωσή του προς το διαχειριστή, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο καταστατικό. Στο καταστατικό μπορεί να ορίζεται επίσης ότι το εταιρικό μερίδιο θα εξαγοράζεται στην περίπτωση αυτή από πρόσωπο που υποδεικνύει η εταιρεία είτε στην αξία που συμφωνείται μεταξύ του αποχωρούντος εταίρου και της εταιρείας είτε στην πραγματική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων».
Ειδικότερα, με το νέο νόμο περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, θεσπίζεται η αρχή της ελεύθερης εξόδου του εταίρου από την ΕΠΕ, η οποία ισχύει μόνο αν δεν προβλέπεται κάτι διαφορετικό στο καταστατικό. Στην περίπτωση αυτή (εκούσια έξοδος) ο εταίρος μπορεί να εξέλθει της εταιρείας με δήλωση εξόδου του προς τον διαχειριστή. Εφόσον όμως στο καταστατικό έχουν τεθεί προϋποθέσεις ή περιορισμοί σχετικά με το δικαίωμα εξόδου από την εταιρεία, τότε ο ενδιαφερόμενος να εξέλθει της εταιρείας εταίρος θα πρέπει υποχρεωτικά να τηρήσει όσα προβλέπονται στο καταστατικό. Στο καταστατικό μπορεί επίσης να προβλέπεται το δικαίωμα του αποχωρούντος να μεταβιβάσει το σύνολο των μεριδίων του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που θα του υποδείξει η εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση ο εξερχόμενος εταίρος δικαιούται να λαμβάνει την αξία του εταιρικού του μεριδίου είτε στην τιμή που συμφωνείται μεταξύ του αποχωρούντος εταίρου και του αποκτώντος του εταιρικού μεριδίου είτε στην πραγματική αξία, όπως αυτή προσδιορισθεί από το Δικαστήριο.
Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 33, όπως ισχύει σήμερα, εφόσον υφίσταται σπουδαίος λόγος, το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζον κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε διαχειριστή ή εταίρου, δύναται να αποκλείσει από την εταιρεία οποιονδήποτε εταίρο (ακούσια έξοδος), εφόσον ελήφθη περί αυτού απόφαση της συνελεύσεως. Με την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, δεν διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο, αλλά τέμνεται οριστικά η διαφορά (ΟλΑΠ 754/1986, ΑΠ 1628/2010, ΜΠΑθ 5121/2013 δημ. Νόμος). Έτσι λοιπόν, αρμόδιο δικαστήριο για τον αποκλεισμό του εταίρου από την Ε.Π.Ε, όπως προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν. 3190/1995, που ορίζει «Πας εταίρος δύναται να εξέλθει της εταιρείας ένεκα σπουδαίου λόγου κατόπιν αποφάσεως του Προέδρου Πρωτοδικών», σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 2 του Π.Δ. 503/1985 (Εισαγωγικός Νόμος του Κ.Πολ.Δ.) που ορίζει «Στις περιπτώσεις που διατάξεις του αστικού κώδικα ή άλλου νόμου παραπέμπουν στην αρμοδιότητα και στην επ’ αναφορά διαδικασία γενικά του προέδρου πρωτοδικών ή στη διαδικασία των άρθρων 634 έως 639 της Πολιτικής Δικονομίας ή 564 έως 568 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας, από την εισαγωγή του Κ.Πολ.Δ. είναι αρμόδιο το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και διατάσσει τον αποκλεισμό του εταίρου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση παντός διαχειριστή ή εταίρου της εταιρείας.
Διαφορετική είναι η περίπτωση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου για τον προσδιορισμό της αξίας της μερίδας συμμετοχής του αποκλειόμενου εταίρου. Ειδικότερα, με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας, όπως προβλέπει και η παρ. 2 του άρθρου 33 ως άνω, προσδιορίζεται η αξία της μερίδας συμμετοχής του αποκλειομένου από την εταιρία εταίρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 1, 4 του Ν. 3190/1955. Όπως έχει κριθεί σχετικώς, ο αποκλειόμενος της εταιρείας εταίρος δικαιούται να λάβει την πραγματική αξία των μεριδίων του, η οποία υπολογίζεται για την περίπτωση εξόδου του απ’ αυτήν για σπουδαίο λόγο, κατά το χρόνο συζητήσεως της σχετικής αιτήσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Η ανωτέρω πραγματική αξία της μερίδας συμμετοχής, σε αντιδιαστολή με την ονομαστική αξία που προκύπτει από το καθοριζόμενο στο καταστατικό ελάχιστο ποσό μερίδας συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο, προσδιορίζεται λογιστικώς με βάση την καθαρή εταιρική περιουσία, η οποία διαιρουμένη με τον αριθμό των εταιρικών μεριδίων δίνει την αξία καθενός απ’ αυτά (μερίδια). Όμως, η αξία της πραγματικής μερίδας του αποκλειομένου από την εταιρεία εταίρου, δεν εξάγεται μόνο με βάση τα κατά τον χρόνο της εξόδου ενδεικτικώς αναγραφόμενα στον ετήσιο ισολογισμό μεμονωμένα στοιχεία της επιχείρησης, αλλά και από άλλα στοιχεία, όπως αφανή αποθεματικά και άυλα αγαθά, δηλαδή φήμη, πελατεία, επωνυμία, σήμα, καθώς και από εκκρεμείς υποθέσεις, ζημίες προηγούμενων χρήσεων, υποχρεώσεις προς τρίτους κ.λπ., και συγκεκριμένα ο λογιστικός προσδιορισμός της περιουσίας της εταιρείας θα γίνει, προκειμένου να καθορισθεί η καθαρή μερίδα του εξερχόμενου εταίρου, βάσει του ενεργητικού και παθητικού που παρουσιάζει η εταιρεία κατά́ τον χρόνο συζητήσεως της αίτησης για τον αποκλεισμό του απ’ αυτήν για σπουδαίο λόγο.
Συνακόλουθα, αξίζει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα της δικαστικής απόφασης περί αποκλεισμού εταίρου από την Ε.Π.Ε. επέρχονται από την τελεσιδικία της. Αυτό σημαίνει ότι το άμεσο αποτέλεσμα της απόφασης που διατάσσει τον αποκλεισμό είναι ότι μετά την τελεσιδικία της, μπορεί να υποβληθεί αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να προσδιορίσει την αξία της μερίδας συμμετοχής του εταίρου, του οποίου διατάχθηκε ο αποκλεισμός. Ο ίδιος όμως ο αποκλεισμός επέρχεται από την καταβολή στον εν λόγω εταίρο της αξίας της μερίδας συμμετοχής του. Κατά συνέπεια, ο υπό αποκλεισμό εταίρος διατηρεί την ιδιότητα του εταίρου μέχρι την πλήρη καταβολή σε αυτόν της αξίας της μερίδας συμμετοχής του.
Ιδίως όσον αφορά στην ακούσια έξοδο (αποκλεισμό) εταίρου από την Ε.Π.Ε., όπως προκύπτει από την ως άνω διάταξη του άρθρου 33 παρ. 3 του Ν. 3190/1955, αυτή δύναται να γίνει εφόσον υφίσταται σπουδαίος λόγος, με δικαστική απόφαση κατόπιν αιτήσεως του διαχειριστή ή άλλου εταίρου της εταιρείας, που στρέφεται κατά του εταίρου του οποίου διώκεται ο αποκλεισμός, και αφού προηγουμένως έχει ληφθεί περί αυτού σχετική απόφαση από την συνέλευση των εταίρων, που αποτελεί το ανώτατο όργανο της Ε.Π.Ε. και αποφασίζει για κάθε θέμα της. Οι αποφάσεις της συνελεύσεως, συμπεριλαμβανομένης της αποφάσεως περί αποκλεισμού εταίρου, λαμβάνονται, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, με τη συνήθη (απλή) πλειοψηφία πλέον του μισού του όλου αριθμού των εταίρων, οι οποίοι εκπροσωπούν πλέον του μισού του εταιρικού κεφαλαίου.
Στην περίπτωση αυτή, επικρατεί η άποψη σύμφωνα με την οποία ο υπό αποκλεισμό εταίρος δεν μετέχει στη σχετική ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης περί κατάθεσης αίτησης αποκλεισμού εναντίον του. Η μη συμμετοχή στην ψηφοφορία του υπό αποκλεισμό εταίρου θεμελιώνεται έμμεσα στην διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2 και 33 παρ. 3 του Ν. 3190/1955. Κι αυτό διότι η απόφαση της συνέλευσης των εταίρων για αποκλεισμό ενός εταίρου για σπουδαίο λόγο βάσει του άρθρου 33 παρ. 3 του ν. 3190/1955 υπάγεται στις αποφάσεις, για τη λήψη των οποίων αποκλειστικά αρμόδια είναι η γενική συνέλευση βάσει του άρθρου 14 παρ. 2 στοιχ. στ’ («περί πάσης άλλης περιπτώσεως οριζομένης στον παρόντα νόμο»). Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2, επιπροσθέτως, που αναφέρεται στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να ασκηθεί από τον εταίρο το δικαίωμα ψήφου, ορίζει ότι το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να ασκηθεί κατά τη λήψη αποφάσεων που αναφέρονται «στην απαλλαγή του από την ευθύνη ή στην έγερση αγωγής κατ’ αυτού κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 (στην τελευταία αυτή διάταξη περιλαμβάνεται και το στοιχείο στ’ στο οποίο υπάγεται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και η περίπτωση λήψης απόφασης για την έγερση αγωγής αποκλεισμού κατά εταίρου).
Διαφορετικό είναι το ζήτημα της μη συμμετοχής του υπό αποκλεισμό εταίρου στην ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης περί αποκλεισμού εναντίον του από το ζήτημα συνυπολογισμού του (προσμέτρησής του δηλαδή) για την εξεύρεση της απαιτούμενης πλειοψηφίας. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι, στην περίπτωση αυτή, η διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 3190/1955 αναφορικά με τη λήψη απόφασης με τη συνήθη πλειοψηφία, γίνεται δεκτό ότι θα πρέπει να ερμηνευτεί με την έννοια ότι όταν κάποιος εταίρος δεν επιτρέπεται να ασκήσει το δικαίωμα ψήφου, τότε η πλειοψηφία υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των υπολοίπων εταίρων που έχουν δικαίωμα ψήφου και με βάση το κεφάλαιο που αυτοί (οι υπόλοιποι εταίροι) εκπροσωπούν.
Ως προς την έννοια του σπουδαίου λόγου, τονίζεται ότι ο νόμος δεν την προσδιορίζει. Ωστόσο, έχει κριθεί νομολογιακά ότι σπουδαίο λόγο για την έξοδο ή τον αποκλεισμό εταίρου από την Ε.Π.Ε. δύναται να αποτελέσει η άρνηση του εταίρου να συμπράξει για την πραγμάτωση του σκοπού της εταιρείας, καθώς και η σοβαρή διαταραχή των προσωπικών και εταιρικών σχέσεων των εταίρων και οι συνεχείς διαφωνίες και οι διενέξεις των, οι οποίες συνεπάγονται την αδυναμία συνεργασίας των προς επίτευξη του εταιρικού σκοπού, με συνέπεια να κινδυνεύει η υπόσταση ή η ομαλή λειτουργία της εταιρείας. Με άλλα λόγια, σπουδαίος λόγος θεωρείται εν γένει κάθε παράβαση των εταιρικών υποθέσεων αλλά και η ανυπαίτια αδυναμία εκπλήρωσης αυτών, καθώς και οποιαδήποτε συμπεριφορά του εταίρου συνεπεία της οποίας κατά τις περιστάσεις να δικαιολογείται και να επιβάλλεται η απομάκρυνση του από την εταιρεία για την απρόσκοπτη λειτουργία αυτής και την πραγματοποίηση του εταιρικού σκοπού (ΠΠρ Αθ 859/2011 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).