Η επίπτωση της μη καταβολής παροχών επιπλέον της νόμιμης αποζημίωσης στο κύρος της καταγγελίας σύμβασης εργασίας
Η απόλυση είναι άκυρη όχι μόνο όταν δεν καταβληθεί η οριζόμενη από το ν. 2112/1920 αποζημίωση, αλλά επίσης και όταν δεν καταβληθεί η πέρα από αυτή πρόσθετη χρηματική αποζημίωση που τυχόν έχει οριστεί με ατομική σύμβαση εργασίας.
Αλλά και σε περίπτωση που η πρόσθετη αποζημίωση δεν προβλέπεται ρητά από την ατομική σύμβαση αλλά καταβάλλεται οικειοθελώς επί μακρόν χρόνο και ανεπιφύλακτα από τον εργοδότη, παρέχει την βάση συμβατικής δέσμευσης.
Σημαντικές για το συγκεκριμένο θέμα οι παρακάτω αναφερόμενες σκέψεις αποφάσεων του Αρείου Πάγου:
Σύμφωνα με την απόφαση Αρείου Πάγου 1402/2017, «Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για το κύρος της καταγγελίας μιας σύμβασης ή σχέσης παροχής εξαρτημένης εργασίας υπαλλήλου πρέπει ο εργοδότης, πέραν των άλλων υποχρεώσεων που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα, να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό, πλήρη, την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Ως τέτοια θεωρείται όχι μόνον η νόμιμη αποζημίωση, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2112/1920, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και με τον ποσοτικό περιορισμό του άρθρου 5 παρ.1 του ν. 3198/ 1955, αλλά και η τυχόν πρόσθετη χρηματική αποζημίωση, η οποία είχε ορισθεί κατόπιν συμφωνίας μεταξύ ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), είναι σύμφωνη με την αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζομένων και προβλέπεται, ρητώς, στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2112/1920 (Ολ ΑΠ 1144/1983, ΑΠ 1691/2012, ΑΠ 527/2004).»
Επίσης η ΑΠ 350/2019 αναφέρει : «Έτσι, οι “οικειοθελείς” παροχές του εργοδότη αποτελούν το κύριο αντικείμενο τόσο της επιχειρησιακής συνήθειας-πρακτικής της εκμετάλλευσης όσο και της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Αλλά η επιχειρησιακή συνήθεια προϋποθέτει τη μακροχρόνια και ομοιόμορφη χορήγηση της παροχής στο προσωπικό και εφόσον σ’ αυτή προβαίνει ο εργοδότης ανεπιφύλακτα, ανακύπτει η σιωπηρή συμφωνία βάσει της οποίας ο εργοδότης υποχρεούται να συνεχίζει να χορηγεί την παροχή αυτή η οποία παύει πλέον να είναι οικειοθελής και παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης.»
Συνεπώς εάν ο εργοδότης δεν έχει επιφυλάξει σ’αυτόν το δικαίωμα ανάκλησης ή με νεότερη συμφωνία του με τον εργαζόμενο του παρασχεθεί αυτό το δικαίωμα (ΑΚ 361) τότε θεωρείται πρόσθετη χρηματική αποζημίωση η οποία πρέπει να καταβληθεί στον απολυόμενο μισθωτό διαφορετικά πλήττεται το κύρος της καταγγελίας.
Ωστόσο η ως άνω παροχή μπορεί να διεκδικηθεί από όλους τους απολυόμενους εάν ακολουθείται αυτή η συμπεριφορά γενικά και απρόσωπα με την καταβολή από τον εργοδότη ενός προσθέτου ποσού αποζημίωσης με την απόλυση κάθε υπαλλήλου. (ΑΠ 1402/2017).
Αν όμως π.χ. δίδεται η πρόσθετη αποζημίωση μόνο στις απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους «ως πακέτο αποχώρησης» και όχι σε οποιαδήποτε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, τότε νομολογιακά προκύπτει ότι ισχύει για αυτήν την περίπτωση μόνο, διότι η ύπαρξη μακροχρόνιου ομοιόμορφου χειρισμού πρέπει να αφορά όμοιες περιπτώσεις.
Συμπερασματικά επομένως προκύπτει ότι, όταν προσδίδεται στην πρόσθετη αποζημίωση ο χαρακτήρας της οικειοθελούς παροχής επί μακρόν καταβαλλόμενης , τότε παύει πλέον να είναι οικειοθελής και εφόσον πρόκειται για μισθωτούς ανήκοντες στην αυτή κατηγορία που εργάζονται υπό τις ίδιες συνθήκες, επιβάλλεται να παρέχεται σε όλους. Η εξαίρεση ορισμένων εργαζομένων από την καταβολή αυτής της οικειοθελούς αποζημίωσης συνιστά εκ μέρους του εργοδότη αντισυμβατική συμπεριφορά και πλήττει το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης.
* Οι πληροφορίες είναι ακριβείς με βάση τα δεδομένα που είναι γνωστά στο συγγραφέα κατά το χρόνο σύνταξης του άρθρου. Δεν έχουμε υποχρέωση να επικαιροποιούμε τα αναρτημένα άρθρα. Η δικηγορική μας εταιρεία δεν αναλαμβάνει ευθύνη έναντι οποιουδήποτε τρίτου που δεν είναι πελάτης και δεν έχει υπογράψει τους όρους συνεργασίας μας.