Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανατηφόρου αυτοκινητιστικού ατυχήματος
Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει στην οικογένεια του θύματος εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, δηλαδή ένα χρηματικό ποσό ως αντιστάθμισμα του πόνου τους από την απώλεια του συγγενικού τους προσώπου. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου. Κριτήρια για το σχετικό υπολογισμό είναι ο βαθμός του πταίσματος του δράστη, η έκταση του άλγους που προκλήθηκε στους συγγενείς συνεπεία του θανάτου, η ηλικία του θύματος και των μελών της οικογένειάς του τα οποία δοκιμάζουν ψυχική οδύνη και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (ΑΠ 732/2013).
Ο όρος «οικογένεια του θύματος» δε συγκεκριμενοποιείται από το νομοθέτη, με το σκεπτικό ότι μια έννοια δυναμική όπως η οικογένεια που επηρεάζεται με την πάροδο των ετών από τις κοινωνικές εξελίξεις δεν πρέπει να παγιοποιείται από τη νομοθετική ρύθμιση αλλά δέον να προσδιορίζεται κάθε φορά από το δικαστήριο που θα την οριοθετήσει με βάση τον τόπο και το χρόνο στους οποίους εντάσσεται η σχετική διαφορά (263/2015). Σύμφωνα με τις αποφάσεις των δικαστηρίων, στην έννοια της «οικογένειας του θύματος» περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι συγγενείς, ασχέτως αν διέμεναν μαζί ή χωριστά με τον θανατωθέντα, διότι η διάταξη σκοπό έχει την ανακούφιση του δικού τους πόνου(ΑΠ 21/2000). Ως εγγύτεροι συγγενείς νοούνται ο/η σύζυγος, οι ανιόντες και κατιόντες σε ευθεία γραμμή, καθώς και οι αγχιστείς πρώτου βαθμού, όπως ο πεθερός και η πεθερά, ο γαμπρός και η νύφη (ΑΠ 1503/2012). Η τυχόν διαπίστωση από το δικαστήριο της ανυπαρξίας των συναισθηματικών δεσμών των ανωτέρω προσώπων με τον θανατωθέντα μπορεί κατά περίπτωση να οδηγήσει στον αποκλεισμό των κατ’ αρχήν φερομένων ως δικαιούχων της αποζημίωσης (ΑΠ 260/2011).
Είναι αξιοσημείωτο ότι το ΠΔ 237/1986 (άρθρ. 19 παρ. 2) περιορίζει το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που οφείλει το επικουρικό κεφάλαιο (όταν το τελευταίο καλείται βέβαια να την καταβάλει), ορίζοντας ότι αυτή δε μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €) για κάθε δικαιούχο. Ο Άρειος Πάγος ωστόσο έχει κρίνει τη σχετική ρύθμιση ανίσχυρη, ως αντιβαίνουσα στο Σύνταγμα και την αρχή της αναλογικότητας (Σ25 παρ. 1 εδ. δ’), στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Οδηγία 84/5/ΕΟΚ) και στην ΕΣΔΑ (άρθρο 1), θεωρώντας πως η εν λόγω διάταξη καταργεί ουσιαστικά την αξίωση των δικαιούχων προς χρηματική ικανοποίηση, αποστερώντας τους χωρίς εύλογη αιτία την περιουσία τους, καθώς στην έννοια της περιουσίας η νομολογία συγκαταλέγει και τις γεννημένες κατά το δίκαιο απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει η εύλογη προσδοκία ότι θα ικανοποιηθούν με την προσφυγή στη δικαιοσύνη (Ολ.ΑΠ 6/2007, Ολ.ΑΠ 40/1998, ΑΠ 1025/2015).
Συνοψίζοντας, οι στενοί συγγενείς του θύματος θανατηφόρου αυτοκινητιστικού ατυχήματος, όπως αυτοί προσδιορίζονται κάθε φορά από το δικαστήριο, δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που τους προκάλεσε η απώλεια του συγγενούς τους, η δε διάταξη που περιορίζει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που οφείλει να καταβάλει το επικουρικό κεφάλαιο κάτω από τις 6.000 € έχει κριθεί από το αναιρετικό δικαστήριο της χώρας ως αντισυνταγματική και αντιβαίνουσα στο ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, με αποτέλεσμα ο σχετικός ισχυρισμός να είναι πρόσφορος να οδηγήσει το δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή το δικαστήριο που κρίνει την κατά περίπτωση διαφορά, να μην την εφαρμόσει και να επιδικάσει μεγαλύτερο ποσό, αν κρίνει ότι κάτι τέτοιο συνάδει με τα περιστατικά της υπό κρίση διαφοράς.