Υποκεφαλαιοδότηση (thin capitalization) επιχειρήσεων σύμφωνα με τον ελληνικό φορολογικό νόμο
Υποκεφαλαιοδότηση (thin capitalization) επιχειρήσεων σύμφωνα με τον ελληνικό φορολογικό νόμο
Με το Ν. 3775/2009 για πρώτη φορά στην Ελλάδα καθιερώθηκαν κανόνες υποκεφαλαιοδότησης επιχειρήσεων (thin capitalization rules), με σκοπό τον περιορισμό του εκτεταμένου ενδοομιλικού δανεισμού μιας εταιρείας, σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά της. Η πρακτική που μέχρι τότε ακολουθείτο έδινε τη δυνατότητα σε μια εταιρεία εντός ενός ομίλου να δανείζει άλλη με δυσανάλογα μεγάλα ποσά (μεγαλύτερα της δανειοληπτικής της ικανότητας ή μεγαλύτερα των αναγκών της), ώστε η δανειζόμενη να εμφανίζει λόγω υπέρογκων τόκων μειωμένα κέρδη ή και ζημίες, ενώ επιλεγόταν συχνά ως δανείστρια συνδεδεμένη επιχείρηση που φορολογείτο σε κράτος με χαμηλό συντελεστή φορολόγησης.
Με το άρθρο 3. Ν.3775/2009, η περίπτωση δ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 Ν.2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος) για το λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος, αντικαταστάθηκε ως εξής:
«Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία Β’ και Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ εξευρίσκεται λογιστικώς με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, των ακόλουθων εξόδων, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 51 Α και 51 Β του παρόντος:
α)…………..β)…..γ)………..
δ) των δεδουλευμένων κάθε είδους τόκων δανείων, πιστώσεων, γενικά της επιχείρησης. Εξαιρούνται οι τόκοι υπερημερίας λόγω οφειλής φόρων, τελών, εισφορών και προστίμων προς το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Ειδικά οι δεδουλευμένοι τόκοι δανείων ή πιστώσεων που καταβάλλονται ή πιστώνονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 39 του ΚΦΕ, εκπίπτουν με την προϋπόθεση ότι η σχέση των δανείων ή πιστώσεων αυτών προς τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης δεν υπερβαίνει κατά μέσο όρο και κατά διαχειριστική περίοδο την αναλογία 3: 1. Οι δεδουλευμένοι τόκοι που αναλογούν στο υπερβάλλον της ως άνω αναλογίας ποσό δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης. Τα δύο προηγούμενα εδάφια έχουν εφαρμογή και όταν οι τόκοι καταβάλλονται ή πιστώνονται σε εγγυήτρια συνδεδεμένη επιχείρηση λόγω μη εξόφλησης δανείου που είχε ληφθεί από μη συνδεδεμένη επιχείρηση ή τράπεζα»
Της εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης ρητώς εξαιρέθηκαν ανώνυμες εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 Α του Ν.1665/1986.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ.3 Ν.2238/1994, συνδεδεμένες επιχειρήσεις θεωρούνται εκείνες που συνδέονται με σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου, λόγω συμμετοχής της μιας στο κεφάλαιο ή τη διοίκηση της άλλης ή λόγω συμμετοχής των ιδίων προσώπων στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση και των δύο επιχειρήσεων.
Στην συνέχεια, με την παράγραφο 7 του άρθρου 11 Ν.3842/2010, η περίπτωση δ’ της άνω παραγράφου 1 του άρθρου 31 Κ.Φ.Ε αντικαταστάθηκε εκ νέου ως εξής:
«δ) Των δεδουλευμένων κάθε είδους τόκων δανείων ή πιστώσεων, γενικά, της επιχείρησης. Εξαιρούνται:
αα) οι τόκοι υπερημερίας λόγω οφειλής φόρων, τελών, εισφορών και προστίμων προς το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
ββ) οι τόκοι δανείου που λαμβάνεται για την αγορά μετοχών ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών, εταιρικών μερίδων και γενικά επιχειρήσεων, όταν οι πιο πάνω συμμετοχές μεταβιβάζονται εντός δύο (2) ετών από το χρόνο απόκτησης τους.
γγ) οι τόκοι δανείου που λαμβάνεται για την αγορά μετοχών ή μερίδων σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 51Α ή σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου, καθώς και οι τόκοι που καταβάλλονται στις εταιρείες αυτές.
δδ) οι δεδουλευμένοι τόκοι δανείου που καταβάλλονται ή πιστώνονται σε συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 39 ΚΦΕ, κατά το μέρος που το συνολικό ύψος δανείων από τις εν λόγω επιχειρήσεις υπερβαίνει κατά μέσο όρο και κατά διαχειριστική περίοδο το τριπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων της.
Στην έννοια των τόκων του προηγούμενου εδαφίου εμπίπτουν και οι τόκοι ομολογιακών δανείων που καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Στο συνολικό ύψος δανείων από συνδεδεμένες επιχειρήσεις προστίθενται και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται προς αυτές, καθώς και τα δάνεια που έχουν ληφθεί από τρίτες επιχειρήσεις για τα οποία έχει χορηγηθεί οποιασδήποτε μορφής εγγύηση από τις πιο πάνω συνδεδεμένες επιχειρήσεις.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται για τις ανώνυμες εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 183 Α), τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων του ν. 1905/1990 (ΦΕΚ 147 Α), τις εταιρείες ειδικού σκοπού του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α) και του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α) με έδρα στην Ελλάδα, τις εταιρείες παροχής πιστώσεων του ν. 2937/ 2001 (ΦΕΚ 169 Α), καθώς και για τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα».
Τέλος, με την παράγραφο 3 του άρθρου 17 Ν.3943/2011, τροποποιήθηκε περαιτέρω η άνω υποπερίπτωση δδ’ της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε, που αναφέρεται στη μη αναγνώριση ως δαπάνης εκπεστέας των τόκων που καταβάλλει (ή πιστώνει) επιχείρηση σε συνδεδεμένη ημεδαπή ή αλλοδαπή επιχείρηση κατά το μέρος που τα συνολικά της δάνεια από αυτές τις επιχειρήσεις, υπερβαίνουν κατά μέσο όρο και κατά διαχειριστική περίοδο το τριπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων της.
Με τις νέες διατάξεις εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και οι ανώνυμες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.) του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ Α 195).
Κατ’ άρθρο 17 παρ. 4 Ν.3943/2011, οι διατάξεις της άνω υποπερίπτωσης δδ’ της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκαν κατά τα ανωτέρω, έχουν εφαρμογή για κέρδη ισολογισμών που κλείνουν με ημερομηνία 31.10.2010 και μετά.