Προθεσμίες για ενέργειες εργαζόμενου επί απολύσεως
Σε περίπτωση καταγγελίας μιας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη, ο εργαζόμενος μπορεί να προβεί στις κάτωθι ενέργειες :
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 N. 3198/1955, «πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας».
Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην εκκαθάριση μέσα σε ορισμένο βραχύ χρονικό διάστημα των αξιώσεων των εργαζομένων που γεννώνται από την (άκυρη) καταγγελία της εργασιακής σχέσεως, αφού με αυτό τον τρόπο αποσαφηνίζονται οι αξιώσεις του μισθωτού και γνωστοποιούνται εγκαίρως στον εργοδότη.
Επομένως, εντός τριών (3)μηνών από την απόλυση, θα πρέπει ο εργαζόμενος να εγείρει αγωγή στο αρμόδιο Δικαστήριο, για την αναγνώριση της ακυρότητας της απόλυσης. Μέσα στην ίδια προθεσμία θα πρέπει να επιδοθεί η ασκηθείσα αγωγή στον εργοδότη. Αφετηρία της προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 Ν.3198/1955 αποτελεί ο χρόνος λύσης της εργασιακής σύμβασης, που επέρχεται με την καταγγελία, και είναι ο χρόνος που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της – εργαζόμενος, λήγει δε αυτή, με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα (τρίτου μήνα), η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε (κατ΄ άρθρο 243 Αστικού Κώδικα-αν η τελευταία ημέρα συμπέσει να είναι Κυριακή ή εξαιρέσιμη εορτή, τότε η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της επόμενης εργάσιμης ημέρας). Όταν όμως πρόκειται για απόλυση που έγινε με προειδοποίηση, τότε η ως άνω ανατρεπτική προθεσμία αρχίζει από την επομένη της προειδοποίησης.
Περαιτέρω, κατ΄ άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955, η αξίωση για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης απολύσεως υπόκειται σε εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία. Επ’ αυτής εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 260 Αστικού Κώδικα, ήτοι διακόπτεται όταν ο εργοδότης αναγνωρίσει την αξίωση του μισθωτού με οποιοδήποτε τρόπο. Σχετικά με την έναρξη της εξάμηνης προθεσμίας για τη διεκδίκηση της αποζημίωσης λόγω απόλυσης, η προθεσμία αρχίζει από τη λύση της σχέσης εργασίας, ή από την καταβολή της αποζημίωσης (αυτής που καταβλήθηκε και υπολείπεται της νόμιμης).
Όταν η αποζημίωση καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις (κατ΄ άρθρο 74 Ν.3863/2010), κάθε μία από τις δόσεις υπόκειται αυτοτελώς στην εξάμηνη προθεσμία, η οποία αρχίζει αφότου κάθε δόση κατέστη απαιτητή. Πάντως από το νόμο ορίζεται (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3198/1955) ότι η είσπραξη από τον εργαζόμενο της προσφερθείσας μικρότερης αποζημίωσης, έστω και αν γίνει χωρίς επιφύλαξη, δεν αποτελεί παραίτηση από το δικαίωμά του να αξιώσει (εισπράξει) τυχόν μεγαλύτερη αποζημίωση.
Αναστολή της παραγραφής
Οι ανωτέρω προθεσμίες που αναφέρθηκαν αναστέλλονται, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 255 του Αστικού Κώδικα, που κατ΄ άρθρο 279 Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται αναλογικά και για τις αποσβεστικές προθεσμίες, για όσο χρόνο ο μισθωτός δεν μπόρεσε να ασκήσει την αξίωσή του από λόγους ανωτέρας βίας (π.χ. αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας) μέσα στο τελευταίο τρίμηνο ή εξάμηνο αντίστοιχα του χρόνου παραγραφής.
Το χρονικό διάστημα της αναστολής, όπως είναι ευνόητο, δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής.