Παραγραφή αξιώσεων μισθωτών για μισθούς και επιδόματα
Παραγραφή αξιώσεων μισθωτών για μισθούς και επιδόματα
Σύμφωνα το άρθρο 250 του Αστικού Κώδικα (παράγραφος 17) σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις «των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 251 του Αστικού Κώδικα, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, ενώ βάσει του άρθρου 253 του Αστικού Κώδικα, η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 του Αστικού Κώδικα αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι αξιώσεις των μισθωτών για την καταβολή μισθών και αμοιβών κάθε είδους, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 ΑΚ, η οποία αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκαν οι αξιώσεις και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη.
Χαρακτήρα μισθού σύμφωνα με την νομολογία θεωρείται ότι φέρουν και οι αξιώσεις των εργαζομένων για Δώρα Εορτών (Χριστουγέννων – Πάσχα), οπότε υπόκεινται και αυτές στην ως άνω πενταετή παραγραφή (βλ. ΑΠ 1160/2007). Περαιτέρω, και οι αξιώσεις των μισθωτών για το επίδομα αδείας, το οποίο δεν έλαβαν, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του ίδιου ως άνω άρθρου (παράγραφος 17).
Οι αξιώσεις των μισθωτών για αμοιβή από εργασία που παρασχέθηκε νόμιμα Κυριακή ή σε εξαιρέσιμη εορτή, καθώς και προερχόμενη από υπερωριακή απασχόληση ή απασχόλησή τους σε νυχτερινές ώρες, υπόκεινται στην ως άνω 5ετή παραγραφή, ενώ οι αξιώσεις προς αποζημίωση από παράνομη απασχόληση σε ημέρες υποχρεωτικής ανάπαυσης υπόκειται σε 20ετή παραγραφή.
Όσον αφορά, όμως, στο δικαίωμα για οικογενειακό επίδομα τέκνων, αυτό σύμφωνα με την Υ.Α. 33017/1999 πρέπει να ασκηθεί μέσα στο ημερολογιακό έτος που γεννήθηκε το παιδί και μέσα σε ένα ακόμα μήνα από τη λήξη του έτους αυτού. Η αξίωση που απορρέει από την αναγνώριση του δικαιώματος αυτού παραγράφεται μέσα σε τρεις μήνες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας.
Σημειώνεται δε ότι όταν οι ανωτέρω αξιώσεις προέρχονται από άκυρη σχέση εργασίας και αναζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, υπόκεινται στην 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα.
Αντιθέτως, όπως έκρινε η απόφαση 904/2004 του Αρείου Πάγου βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, του άρθρου 1 παρ. 2 της 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, του άρθρου 1 παρ. 1 και του άρθρου 2 του ΑΝ 539/1945, του άρθρου μόνου του Ν. 133/1975, που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ και του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, συνάγεται ότι τα επιδόματα εορτών, οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας και η πρόσθετη αποζημίωση επί μη νόμιμης υπερωριακής απασχολήσεως, δικαιούνται όχι μόνον οι μισθωτοί οι οποίοι απασχολούνται με έγκυρη σύμβαση εργασίας αλλά και όσοι απασχολούνται βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας.
Ως εκ τούτου οι σχετικές τους αξιώσεις βασίζονται ευθέως στις παραπάνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και, επομένως, οι ανωτέρω αξιώσεις υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 6 και 17 ΑΚ, ακόμα και εάν γεννήθηκαν στο πλαίσιο άκυρης συμβατικής σχέσης.
Οι λοιπές, μη αναφερόμενες ανωτέρω, αξιώσεις που έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, όπως η αμοιβή που οφείλεται για παροχή νυχτερινής εργασίας, η βασική αμοιβή για απασχόληση κατά Κυριακή ή σε αργία και η αμοιβή για υπερεργασία, κατά την και ως άνω αναφερόμενη απόφαση 1150/2007 του Αρείου Πάγου έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, επομένως βάσει των Υ.Α. 1831011946, Υ.Α. 890011946 και της ΕΓΣΣΕ από 26.6.1975, η αξίωση για την αμοιβή που οφείλεται επί άκυρης σύμβασης εργασίας υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή.
Όσον αφορά στις αξιώσεις που απορρέουν από απόλυση μισθωτού, εάν πρόκειται για άκυρη απόλυση, ο μισθωτός που απολύθηκε μπορεί να τις ασκήσει μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από τη λύση της εργασιακής σχέσης, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, αδιάφορα από τον νόμο από παράβαση του οποίου προέρχεται η ακυρότητα.
Εάν πρόκειται για έγκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, τότε ο μισθωτός έχει αξίωση για καταβολή ή για συμπλήρωση αποζημίωσης του Ν. 2112/1920 και του Β.Δ. 16/18.7.1920. Σύμφωνα με τον Ν. 3198/1955, άρθρο 6 παρ. 2 οι αξιώσεις βάσει των ανωτέρω νόμων θα πρέπει να ασκηθούν με αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο και να κοινοποιηθεί η αγωγή στον εργοδότη μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών.
Όταν όμως πρόκειται για αξίωση από έγκυρη καταγγελία σύμβασης εργασίας, η οποία εδράζεται σε άλλες πέραν των δύο ανωτέρω νόμων διατάξεις (π.χ. κανονισμός επιχείρησης, σύμβαση), τότε η ισχύει η πενταετής παραγραφή του άρθρου 250 ΑΚ.
Οι ανωτέρω προθεσμίες για την άσκηση της αξίωσης αρχίζουν, κατά τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 240 έως 246), είτε την επομένη της ημέρας της απόλυσης είτε, εάν η απόλυση έγινε με προειδοποίηση, από την ημέρα που λήγει η προθεσμία της ειδοποίησης. Ειδικότερα, όταν η αποζημίωση από έγκυρη απόλυση καταβάλλεται σε δόσεις, κάθε δόση υπόκειται αυτοτελώς σε εξάμηνη προθεσμία, η οποία αρχίζει από τότε που κατέστη απαιτητή.
Η παραγραφή δύναται να ανασταλεί για όσο χρόνο ο μισθωτός εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανωτέρας βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής, όπως επίσης και για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής ο εργοδότης απέτρεψε με δόλο το μισθωτό να ασκήσει την αξίωση (άρθρο 255 ΑΚ). Αυτό σημαίνει ότι το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν συνυπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής, με αποτέλεσμα αυτή να συνεχίζεται μόνο με την παύση της αναστολής, σε καμία περίπτωση όμως δε συμπληρώνεται εάν δεν περάσουν έξι μήνες (257 ΑΚ).
Τέλος, η παραγραφή δύναται να διακοπεί αφενός όταν ο εργοδότης αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο (άρθρο 260 ΑΚ) π.χ. με μερική καταβολή του μισθού, αφετέρου όταν ο μισθωτός υποβάλει την αξίωσή του ενώπιον πάσας αρμόδιας δικαστικής ή άλλης αρχής(άρθρα 261 έως 269 ΑΚ). Αν η παραγραφή διακοπεί, ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι τη διακοπή δεν συνυπολογίζεται για την παραγραφή, αλλά αρχίζει νέα παραγραφή μόλις αυτή περατωθεί (άρθρο 270ΑΚ). Συγκεκριμένα και βάσει των ανωτέρω διατάξεων, το πέρας της διακοπής αναφέρεται στο τέλος του έτους μέσα στο οποίο συνέβη η διακοπή, ενώ για τη διακοπή με υποβολή της διαφοράς στα δικαστήρια το πέρας αναφέρεται στην τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.