Εκχώρηση απαίτησης
Εκχώρηση απαίτησης
Η σύμβαση εκχώρησης έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση απαίτησης από τον παλιό στον νέο δανειστή.
Για να αποκτήσει ισχύ θα πρέπει να γίνει αναγγελία από τον εκχωρητή ή από τον εκδοχέα στον οφειλέτη. Η αναγγελία πρέπει να περιέχει ο,τι από τη σύμβαση της εκχώρησης ενδιαφέρει τον οφειλέτη, δηλαδή τουλάχιστον την ίδια την εκχώρηση, το πρόσωπο του εκχωρητή και του εκδοχέα, την εκχωρηθείσα απαίτηση και τους όρους της εκχώρησης που αφορούν στον οφειλέτη. (Εφ Αθ 5318/2009)
Η εκχώρηση δε θα πρέπει να δημιουργεί στον οφειλέτη ούτε μειονεκτήματα ούτε ωφελήματα, ούτε και να αντίκειται στην καλή πίστη.
Η εκχώρηση είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία, αλλά στην πράξη συνηθέστερο είναι να γίνεται με βάση σχέση πώλησης (562ΑΚ) ή αντί καταβολής για εκπλήρωση άλλης υποχρέωσης (419ΑΚ), όπως δικαίωμα επί των κερδών της εταιρείας, δικαίωμα στο προϊόν εκκαθάρισης, δικαίωμα απολήψεως (αν προβλέπεται στο καταστατικό), ή ως αμοιβή για τις υπηρεσίες του εκκαθαριστή. Από τον νόμο δεν απαιτείται αναγκαία για το κύρος της σύμβασης συμφωνία για παροχή ανταλλάγματος στον εκχωρητή (ΑΠ 698/1975).
Αντικείμενο της εκχώρησης μπορούν να είναι μόνο οι αυτοτελείς απαιτήσεις του ουσιαστικού δικαίου. Οι παρεπόμενες απαιτήσεις δεν μπορούν να εκχωρηθούν, με εξαίρεση τις απαιτήσεις καρπών ή τόκων. Ο νόμος απαγορεύει την εκχώρηση κάποιων απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και της αξιώσεως για ικανοποίηση ηθικής βλάβης, εκτός αν αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε για αυτήν αγωγή (933 ΑΚ). Επίσης δεν εκχωρείται ακατάσχετη απαίτηση και απαίτηση που συνδέεται με το πρόσωπο του δανειστή. Τέλος, δεν μπορεί να εκχωρηθεί απαίτηση που προσωρινά επιδικάζεται σε κάποιον με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (729 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Η απαίτηση που εκχωρείται θα πρέπει να είναι ορισμένη: Αν ένα δικαίωμα περιλαμβάνει πολλές εξουσίες πρέπει κάθε φορά να γίνεται έρευνα της εξουσίας που μεταβιβάζεται. Η σύμβαση ερμηνεύεται με βάση τις 173 και 200 ΑΚ και είναι δεκτό ότι μεταβιβάζονται οι εξουσίες για τις οποίες δε γεννιέται καμία αμφιβολία. Είναι δηλαδή θέμα ερμηνείας αν με την εκχώρηση μεταβιβάζεται η απαίτηση του δανειστή από μία έννομη σχέση ή κάθε απαίτηση που συνάπτεται με μια τέτοια έννομη σχέση.
Όσον αφορά τον τύπο, κατά το άρθρο 457 ΑΚ η εκχώρηση απαιτείται να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο, μόνο αν το ζητήσει ο εκδοχέας, τον οποίο και θα βαρύνουν τα σχετικά έξοδα. Αν δεν το ζητήσει ο εκδοχέας δεν απαιτείται κάποιος τύπος, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη.
Σύμφωνα με το άλλη άποψη όμως αν μία αιτία της εκχωρήσεως που απαιτεί ορισμένο τύπο υψωθεί σε περιεχόμενο της σύμβασης τότε θα πρέπει να τηρηθεί αυτός ο τύπος.
Για να εκχωρηθεί μία απαίτηση θα πρέπει να έχει γεννηθεί. Είναι όμως δυνατό να εκχωρηθεί έγκυρα και απαίτηση που τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία, αφού ο δικαιούχος της απαίτησης αποκτά δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο αποτελεί στοιχείο της περιουσίας του. Επιπλέον, αν το ύψος μιας απαίτησης τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία τότε και μεταβιβάζεται το δικαίωμα προσδοκίας για το τελικό ύψος της απαίτησης.
Ακόμη, μπορεί να εκχωρηθεί μελλοντική απαίτηση όταν η γέννηση της απαίτησης είναι αίρεση δικαίου, αρκεί όμως ο εκχωρητής έχει την εξουσία διαθέσεως κατά τη γέννησή της. Αν δεν την έχει, γιατί για παράδειγμα έχει πτωχεύσει και την έχει χάσει, η εκχώρηση δεν έχει πλέον αντικείμενο και δεν είναι έγκυρη.
Όσον αφορά τις επίδικες απαιτήσεις, δηλαδή απαιτήσεις οι οποίες έχουν ήδη γίνει αντικείμενο δίκης, μπορούν να εκχωρηθούν χωρίς μάλιστα αυτό να επηρεάζει την πρόοδο της δίκης. Ο εκχωρητής έτσι καθίσταται μη δικαιούχος διάδικος και μπορεί να εξεταστεί και ως μάρτυρας. Ο εκδοχέας μπορεί να ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση και δεσμεύεται από το δεδικασμένο. Υποστηρίζεται δε ότι, λόγω του ότι με την εκχώρηση επίδικης απαίτησης δε ζητείται διάγνωση ή διάπλαση άλλης έννομης σχέσης, μπορεί να μεταβληθεί το αίτημα της αγωγής έτσι ώστε να επιδιώκεται πλέον η καταδίκη του εναγόμενου οφειλέτη να πληρώσει την απαίτηση όχι στον εκχωρητή αλλά στον εκδοχέα.
Αποτελέσματα εκχώρησης:
Η σημασία της εκχώρησης είναι ότι ο εκδοχέας καθίσταται μόνος δικαιούχος της απαίτησης και νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει τη σχετική αγωγή. Η εκχώρηση δεν συνιστά μεταβολή του αντικειμένου της έννομης σχέσης ή της επίδικης διαφοράς.
Σημαντικό είναι επίσης ότι ο οφειλέτης δεν θα μπορεί να προβάλλει εναντίον του νέου δανειστή ενστάσεις που στηρίζονται στην υποκείμενη αιτία της σύμβασης εκχώρησης (π.χ. ότι η σύμβαση εκχώρησης είναι άκυρη). Επιπλέον, ο οφειλέτης δεν μπορεί να προβάλλει κατά του εκδοχέα καμία ένσταση από τη σχέση του με τον εκχωρητή και που έχει γεννηθεί μετά την αναγγελία της εκχώρησης (π.χ. ότι εξόφλησε).
Επομένως, για να εκχωρηθεί μία απαίτηση θα πρέπει να είναι: γεννημένη, προσδιορίσιμη και δεκτική εκχωρήσεως. Θα πρέπει λοιπόν να δοθεί προσοχή ώστε να μην είναι αόριστη. Προσοχή επίσης θα πρέπει να δοθεί στην αναγγελία της εκχώρησης, καθώς είναι ένα πολύ σημαντικό στάδιο της διαδικασίας με συνέπεια την μεταβίβαση της υποχρέωσης του οφειλέτη από το πρόσωπο του εκχωρητή στο πρόσωπο του εκδοχέα.