a

Copyright 2023 Ιάσων Σκουζός TaxLaw.
All Rights Reserved.

espa
Back to top

Εγκλήματα φοροδιαφυγής και ποινική αντιμετώπιση

Ιάσων Σκουζός - TaxLaw > Ειδικά θέματα  > Εγκλήματα φοροδιαφυγής και ποινική αντιμετώπιση

Εγκλήματα φοροδιαφυγής και ποινική αντιμετώπιση

Τα εγκλήματα φοροδιαφυγής θεωρούνται  ως αδικήματα ιδιαίτερης επικινδυνότητας ως πλήττοντα το έννομο αγαθό της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου και γι’ αυτό όποιος με πρόθεση διαπράττει  φορολογική παράβαση τυποποιούμενη ως «έγκλημα φοροδιαφυγής» τιμωρείται με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.

Ισχύουσες διατάξεις

Σύμφωνα με τον νόμο 4987/2022  με τον οποίο κυρώθηκε ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ)  σε αντικατάσταση του ν. 4174/2013 και ειδικότερα στο αρ. 66 αυτού, τυποποιούνται ως εγκλήματα φοροδιαφυγής, φορολογικές παραβάσεις οι οποίες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν για καλύτερη κατανόηση σε τρεις ομάδες αξιόποινης συμπεριφοράς. Ειδικότερα στο άρθρο 66 του ΚΦΔ ορίζεται ότι έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση  :

  • 66 παρ.1α: προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ) αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα βιβλία εικονικές δαπάνες ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη (φοροδιαφυγή στο εισόδημα και στη φορολογία ακινήτων)
  • 66 παρ. 1β:  προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του ΦΠΑ, του ΦΚΕ και των παρακρατούμενων φόρων τελών ή εισφορών δεν αποδίδει, ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς ή λαμβάνει επιστροφή με αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων (φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ στους λοιπούς παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και εισφορές )
  • 66 παρ.5 : Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για συναλλαγή ανύπαρκτη τις σύνολό της ολικά ή μερικά ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη ή υποστήριξη κάποιας από τις ανωτέρω περιγραφόμενές πράξεις οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος (φοροδιαφυγή τελείται δια της εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών, πλαστών ή νοθευμένων φορολογικών στοιχείων)

Τα πρόσωπα που ορίζονται ως αυτουργοί και συνεργοί των ανωτέρω εγκλημάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 67 ΚΦΔ είναι τα ακόλουθα :

  • 67 παρ. 1α: Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών.
  • 67 παρ. 1β: Στις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες οι ομόρρυθμοι εταίροι και οι διαχειριστές αυτών.
  • 67 παρ.1γ : Στις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες οι διαχειριστές αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο.
  • 67 παρ. 1στ : τις αλλοδαπές επιχειρήσεις γενικά και στους κάθε είδους αλλοδαπούς οργανισμούς, ως αυτουργοί του εγκλήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται οι διευθυντές ή αντιπρόσωποι ή πράκτορες, που έχουν στην Ελλάδα.

Μηνυτήρια αναφορά -Ποινική δίωξη- Προβλεπόμενες ποινές

Μηνυτήρια αναφορά

Η ποινική δίωξη των αδικημάτων φοροδιαφυγής ορίζεται ρητά ως αυτεπάγγελτη ωστόσο αυστηρή προϋπόθεση για την εκκίνησή της είναι η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τον Διοικητή ή  τα αρμόδια πρόσωπα της φορολογικής διοίκησης (άρθρο 55Α παρ. 1 ν. 4987/2022) .

Ποινική δίωξη /Αναστολή ποινικής διαδικασίας/αναστολή παραγραφής ποινικής αξίωσης

Τα τελευταία χρονιά και υπό την επίδραση της οδηγίας του  ΕΔΔΑ και της ΔΕΕ τα οποία με σειρά αποφάσεων τους απαιτούν από τα κράτη μέλη την επανεξέταση του ζητήματος των δυαδικών κυρώσεων για την δια παράβαση, τον αποκλεισμό παράλληλων δικών και σεβασμού της αρχής ne bis in idem διαμορφώθηκε στην ουσία αμοιβαίος αποκλεισμός μεταξύ διοικητικής και ποινικής δίκης με την θέσπιση του άρθρου 32 ν. 4745/2020 με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 68 ΚΦΔ  υπό τον προγενέστερο ΚΦΔ  και ισχύει πλέον και με τον νέο νόμο 4987/2022, σύμφωνα με το οποίο αναστέλλεται η ποινική διαδικασία μέχρις ότου οι διοικητικές κυρώσεις καταστούν αμετάκλητες. Ειδικότερα :

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 ΚΦΔ ορίζεται ότι :

«1. Εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος του Κώδικα υποβάλλεται αμελλητί μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή ή από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης ή από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.

  1. α) Αν, με βάση εκτελεστή πράξη της φορολογικής αρχής, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, εκ τις οριζόμενων στο άρθρο 66, η έκδοση τέτοιας πράξης αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού εγκλήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτόν, η οικεία φορολογική αρχή ενημερώνει αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα και του αποστέλλει αντίγραφο της ως άνω διοικητικής πράξης.

β) Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει, με πράξη του, κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί την κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη περίπτωση την αναστολή διατάσσει αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.

γ) Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε……»

Με τις προαναφερθείσες διατάξεις η ποινική διαδικασία  τίθεται σε αναστολή  σε όποιο στάδιο και αν ευρίσκεται μέχρι την ολοκλήρωση της αντίστοιχης διοικητικής, μάλιστα δε αμέσως από την διαπίστωση της φορολογικής παράβασης και την έκδοση της αντίστοιχης πράξης προσδιορισμού του σχετικού φόρου.

Τότε χωρίς τον κίνδυνο παραγραφής της σχετικής ποινικής δίωξης, διότι προβλέπεται απεριόριστη αναστολή της μέχρι την οριστικοποίηση της πράξης λόγω μη άσκησης προσφυγής ή μετά την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Με την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση δίνεται   προτεραιότητα στην εκδίκαση της διοικητικής δίκης, ώστε μετά την ολοκλήρωση της και ανάλογα με την απόφαση, να είναι αποκρυσταλλωμένη  η κρίση αν οι αμετακλήτως επιβληθείσες διοικητικές κυρώσεις συνιστούν κυρώσεις και ποινικής φύσεως, οπότε ανάλογα θα πρέπει να ασκηθεί ή όχι ποινική δίωξη για το τότε έγκλημα φοροδιαφυγής ή να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου.

Προβλεπόμενες ποινές (άρθρα 66 παρ. 3,4 και 5 ΚΦΔ)

Τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής τιμωρούνται πλημμεληματικά με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2)  έτη ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ.

Άρθρο 66 παρ. 3 ΚΦΔ

α) αν ο οφειλόμενος φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα υπερβαίνει τις €100.000 ανά διαχειριστικό έτος ή

β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή επεστράφη ή συμψηφίσθηκε υπερβαίνει ανά φορολογικό έτος :

αα) τις €50.000  όσον αφορά ΦΠΑ ή

ββ) τις €100.000 σε κάθε άλλη περίπτωση

Άρθρο 66 παρ. 4 ΚΦΔ

Η φοροδιαφυγή αποκτά κακουργηματικό χαρακτήρα και επιβάλλεται κάθειρξη όταν τα ως άνω ποσά της παρ. 3  υπερβαίνουν ανά φορολογικό έτος τις €100.000 για το εισόδημα,  τις €50.000 εφόσον αφορά ΦΠΑ και τις €150.000 σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.

Άρθρο 66 παρ. 5 ΚΦΔ

Ειδικά για την έκδοση ή λήψη πλαστών ή εικονικών στοιχείων και ανεξάρτητα αν όποιος εκδίδει ή αποδέχεται διαφεύγει ή μη την πληρωμή του φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ή χρηματική ποινή εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για φοροδιαφυγή των ανωτέρω παραγράφων 1 έως 4είτε στο εισόδημα είτε στο ΦΠΑ είτε σε διάφορους παρακρατούμενους φόρους (όχι διπλή τιμωρία), οπότε ο δράστης τιμωρείται ως αυτουργός ή συμμέτοχος.

Περαιτέρω όποιος εκδίδει ή αποδέχεται πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχείς τιμωρείται :

α) Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή χρηματική ποινή εφόσον η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των €75.000.

β) Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1)  έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις €200.000.

Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη κάποιας εκ των πράξεων  των παραγράφων 1 έως 4.

Υπερασπιστικοί ισχυρισμοί

1.Απαράδεκτη η δίωξη λόγω παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55Α ν. 4987/2022 και ειδικότερα στην παράγραφο 2 αυτού ορίζεται : «2. Η παραγραφή των εγκλημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από το πέρας του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου η Φορολογική Διοίκηση μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 36, να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, εκτός κι αν έχει ήδη εκδοθεί τέτοια πράξη, οπότε η παραγραφή των ως άνω εγκλημάτων αρχίζει από την έκδοση της πράξης αυτής»

Με τις διατάξεις δε του άρθρου 36 ν 4987/2022 ορίζεται ότι :

  1. «Η φορολογική διοίκηση μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμωμένου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία  υποβολής δήλωσης (……)
  2. Η περίοδος που αναφέρεται στην παρ. 1 παρατείνεται :

α) εάν εντός του πέμπτου έτους περιέρχονται σε γνώση της Φορολογικής Αρχής νέα στοιχεία κατά ένα έτος.

β) εάν ζητηθούν πληροφορίες από χώρα αλλοδαπής για όσο χρόνο απαιτηθεί πλέον ένα έτος από την παραλαβή τους από την Φορολογική Διοίκηση,

γ) εάν ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, ένδικο βοήθημα ή μέσο, για περίοδο ενός έτους μετά την έκδοση απόφασης ή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ,(……)

… 3α Εξαιρετικά, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου η διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μπορεί να εκδοθεί εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης ή της τελευταίας δήλωσης σε περίπτωση που προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων: α) σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 1, β) σε περίπτωση που μετά την πενταετία περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία ή πληροφορίες που δε θα μπορούσαν να είναι σε γνώση αυτής εντός της πενταετίας και προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που έχει προσδιοριστεί βάσει προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και μόνο για το ζήτημα στο οποίο αφορούν».

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι δεν είναι νόμιμη η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς, η οποία όπως προαναφέρθηκε αποτελεί απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, εάν έχουν παραγραφεί οι φορολογικές αξιώσεις του Δημοσίου βάσει των διατάξεων του άρθρου 36 ΚΦΔ.

Συνεπώς είναι απαράδεκτη η ποινική δίωξη που ασκείται με βάση άκυρη μηνυτήρια αναφορά λόγω παραγραφής του σχετικού δικαιώματος,  προβαλλομένου του σχετικού λόγου  στο ακροατήριο ως αυτοτελούς ισχυρισμού. (Α.Π. 2029/2018, Α.Π. 95/2022, 782/2022, Γνωμοδότηση νομικού Συμβουλίου του Κράτους 14/2016).

  1. Υποβολή μηνυτήριας αναφοράς /Αρμοδιότητα προσώπου

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 ν. ν. 4987/2022 «Εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος του παρόντος νόμου υποβάλλεται αμελλητί μηνυτήρια αναφορά από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ή από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης ή από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως».

Επειδή η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς αποτελεί θετική δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει υποβληθεί και μάλιστα από τα αρμόδια πρόσωπα που κατονομάζονται στην ανωτέρω διάταξη του νόμου (ΑΠ 798/2014 -απαράδεκτη η ποινική δίωξη) .

  1. Αιτιολογία της πράξης αλλά και της καταδικαστικής απόφασης

Όπως έχει κριθεί νομολογιακά το  βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ’ αρχήν, το κράτος, ήτοι η φορολογική διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 4049/2014, ΣτΕ 2442/2013, ΣτΕ 886/2005 κ.α.).

Επίσης νομολογιακά έχει κριθεί ότι στα εγκλήματα σκοπού με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, όπως εν προκειμένω τα εγκλήματα φοροδιαφυγής,  πρέπει να αιτιολογείται στην καταδικαστική απόφαση ειδικά ο υπερχειλής δόλος ή δόλος σκοπού, διαφορετικά ελλείπει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης και αυτή είναι αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ’ του Κ.Ποιν. (Α.Π. 652/2017).

  1. Αρχή αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου

Σύμφωνα με το άρθρο άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., που κυρώθηκε με το Νόμο 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα από την 1-7-2019, αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Από το ως άνω άρθρο προκύπτει ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον” και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέκκλητη.

Ως ηπιότερος νόμος κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, θεωρείται εκείνος, ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων τους. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος (ΑΠ 728/2020).

 

*             Οι πληροφορίες είναι ακριβείς με βάση τα δεδομένα που είναι γνωστά στον συγγραφέα κατά τον χρόνο σύνταξης του άρθρου. Δεν  έχουμε υποχρέωση να επικαιροποιούμε τα αναρτημένα άρθρα. Η δικηγορική μας εταρεία δεν αναλαμβάνει ευθύνη έναντι οποιουδήποτε τρίτου που δεν είναι πελάτης και δεν έχει υπογράψει τους όρους συνεργασίας μας.

error: Content is protected !!