a

Copyright 2023 Ιάσων Σκουζός TaxLaw.
All Rights Reserved.

espa
Back to top

Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος (άρθρα 35 έως 41)

Ιάσων Σκουζός - TaxLaw > Χρήσιμα links  > Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος (άρθρα 35 έως 41)

Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος (άρθρα 35 έως 41)

Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος (άρθρα 35 έως 41)

Η` ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ – ΑΣΚΟΥΜΕΝΟΥ

Άρθρο 35

Ο Δικηγόρος που δέχεται Ασκούμενο στο Γραφείο του έχει υποχρέωση:

α. Να δηλώσει τούτο με έγγραφό του προς τον λόγο.

β. Να καθοδηγεί τον Ασκούμενο στην άσκηση της Δικηγορίας.

γ. Να του αναθέτει τη μελέτη και το χειρισμό απλών στην αρχή και αργότερα σοβαρότερων υποθέσεων, να του παρέχει οδηγίες για το χειρισμό τους, να συζητεί μαζί του τα επιστημονικά και πρακτικά θέματα και γενικά να του παρέχει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση.

δ. Να τον εφοδιάζει με εξουσιοδότηση οπου χρειάζεται για την αυτοτελή παράσταση του Ασκούμενου και να κάνει μαζί με αυτόν παραστάσεις στα Δικαστήρια (σε υποθέσεις του Ασκούμενου).

ε. Να του χορηγεί κάθε βεβαίωση που χρειάζεται για την άσκηση του ή για τη συμμετοχή του σ` εξετάσεις.

στ. Να συμπεριφέρεται προς τον Ασκούμενο με ευγένεια και κατανόηση και να μη θίγει με οποιοδήποτε τρόπο την προσωπικότητά του.

ζ. Να τον απασχολεί σε δικηγορικά καθήκοντα και όχι σε υπηρεσίες άσχετες με την δικηγορία.

Θ` ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΝΤΟΛΕΑ

Άρθρο 36

Ο Δικηγόρος όταν αναλάβει την υπεράσπιση μιας υποθέσεως, έχει υποχρέωση:

1) Να αντιπροσωπεύει τον εντολέα του, σε όλα τα Δικαστήρια στα οποία είναι διορισμένος και σε όλες τις Αρχές και να ενεργεί τις αναγκαίες πράξεις. Αν η υπόθεση πρόκειται να δικαστεί από το Δικαστήριο, στο οποίο δεν έχει δικαίωμα να παραστεί, οφείλει να το ανακοινώσει στον εντολέα του και ν` αρνηθεί την εντολή.

2) Να μη παραμελεί την εκτέλεση της εντολής που του δόθηκε και να μην την καθυστερεί για οποιονδήποτε λόγο, αλλά να την εκτελεί με ευσυνειδησία και επιμέλεια.

3) Να τηρεί αυστηρά την επαγγελματική εχεμύθεια:

Α) Για όσα του εμπιστεύθηκε ο εντολέας του έστω και προφορικά, ακόμη και αν με την αποκάλυψή τους δεν πρόκειται να προκύψει ζημιά για τον εντολέα του, ή τα στοιχεία που του εμπιστεύτηκε ο εντολέας του ήρθαν στη δημοσιότητα από άλλη πηγή, ή έστω και αν ο εντολέας του τον έχει απαλλάξει από την υποχρέωση της τηρήσεως του επαγγελματικού μυστικού.
Β) Για όσα έμαθε από τη μελέτη των εγγράφων που του εμπιστεύτηκε ο εντολέας του. Τα έγγραφα αυτά δεν επιτρέπεται να τα δώσει στη δημοσιότητα, ούτε να δώσει αντίγραφα στους αντίδικους ή τρίτους, ούτε ν` ανακοινώσει σ αυτούς το περιεχόμενό τους, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα.
Γ) Για όσα πληροφορήθηκε από την εξέταση μαρτύρων του εντολέα του.
Δ) Για όσα πληροφορήθηκε από άλλους Δικηγόρους σχετικά με την υπόθεση του εντολέα του.

Ε)Την εχεμύθεια πρέπει να την τηρεί όχι μόνο κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την περαίωση της υποθέ σεως ή την ανάκληση της εντολής από τον πελάτη του, ακόμα και μετά τον θάνατο του πελάτη του και να την επιβάλλει και στους συνεργάτες και τους υπάλληλους του γραφείου του.

ΣΤ) Όταν ο Δικηγόρος αναλαμβάνει υπόθεση εναντίον παλαιού πελάτη του, που τον υπερασπίζεται άλλος Δικηγόρος, δεν έχει δικαίωμα ν αποκαλύψει στον εντολέα του επαγγελματικά απόρρητα που του είχε εμπιστευθεί ο παλαιός πελάτης του, ούτε να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του με οποιονδήποτε τρόπο στη δίκη.

4) Ο Δικηγόρος στον οποίο αναθέτουν υπόθεση εναντίον συναδέλφού του, πρέπει να τον ειδοποιεί για εξώδικη επίλυση της διαφοράς, πριν να κάνει οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια. Δεν επιτρέπεται υποβολή μηνύσεως Δικηγόρου κατά Δικηγόρου, χωρίς προηγουμένη άδεια από τον Πρόεδρο του Δ.Σ.

Άρθρο 37

Α) Ο Δικηγόρος οφείλει να καταβάλλει προσπάθειες για την καλύτερη και ταχύτερη διεκπεραίωση της υποθέσεως που του αναθέτουν, μειώνοντας στο ελάχιστο τις σχετικές παραστάσεις και τις αντίστοιχες δαπάνες των εντολέων του.

Β) Υπερασπίζεται την υπόθεση κατά την κρίση του, χωρίς όμως να υπερβαίνει τα όρια της εντολής που του έχει δοθεί.

Γ) Πρέπει να ενημερώνει τον εντολέα του για την πορεία της υποθέσεως και για τον τρόπο υπερασπίσεως. Αν ο εντολέας του διαφωνεί, έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί από την υπεράσπιση της υποθέσεως, έγκαιρα όμως, ώστε να ανατεθεί η συνέχιση της σε άλλο Δικηγόρο.

Δ) Η συμφωνία για την αμοιβή και τις δαπάνες πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να την καταλαβαίνει καλά ο πελάτης και να μην έχει καμιά δικαιολογία για αμφισβητήσεις, διαμαρτυρίες, παράπονα και διαπληκτισμούς. Η αμοιβή είναι δυνατόν να συμφωνηθεί κατ` αποκοπή ή σε ποσοστό του αντικείμενου της δίκης, ή κατά παράσταση. Δεν πρέπει όμως να είναι μικρότερη από τα κατώτερα όρια που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων. Σε περίπτωση εργολαβίας δίκης, αν η δίκη χαθεί, ο Δικηγόρος δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή. Για τα έξοδα είναι δυνατό να συμφωνηθεί ότι θα βαρύνουν τον Δικηγόρο, ή τον διάδικο ή και τους δυό.

Ε) Ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ζητεί προκαταβολή των εξόδων και της αμοιβής του ή μέρος των εξόδων και της αμοιβής του. Αν ο πελάτης αρνηθεί την προκαταβολή που συμφωνηθηκε, μπορεί να παραιτηθεί από την υπεράσπιση της υποθέσεως, με την προϋπόθεση ότι θα το κάνει έγκαιρα και θα επιστρέψει στον εντολέα του όλα τα έγγραφα, για ν` ανατεθεί εμπρόθεσμα η υπόθεση σε άλλο Δικηγόρο.

ΣΤ) Όταν ο Δικηγόρος παραιτηθεί δικαιολογημένα από την υπεράσπιση της υποθέσεως, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον εντολέα του να του καταβάλει την αμοιβή και τα έξοδα για τις μέχρι την ημέρα της παραιτήσεώς του ενέργειές του. Αν ο εντολέας δεν καταβάλει τα ποσά αυτό, και ακόμα, αν περατωθεί η υπόθεση και ο εντολέας δεν καταβάλει την αμοιβή που συμφωνήθηκε και τα έξοδα, ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα της επισχέσεως των εγγράφων που έχει στα χέρια του, ώσπου να καταβληθεί η αμοιβή του και οι σχετικές δαπάνες.

Ζ) Απαγορεύεται στο Δικηγόρο που θα παραιτηθεί από την υπεράσπιση μιας υποθέσεως ν` αναλάβει την υπεράσπιση του αντίδικου του αρχικού εντολέα του. Επιτρέπεται όμως ν` αναλάβει την υπεράσπιση άλλης υποθέσεως που του αναθέτει ο αντίδικος του πρώην εντολέα του, αν δεν έχει καμιά σχέση ή συνάφεια με την προηγουμένη υπόθεση.

Η) Απαγορεύεται στο Δικηγόρο να έλθει με τρίτους σε συμφωνία που βλάπτει τα συμφέροντα του εντολέα του ή να ενεργήσει πράξεις που ωφελούν τον αντίδικο και βλάπτουν τον εντολέα του, ή να δώσει επιβλαβείς συμβουλές στον εντολέα του, ή να παρέχει την συνδρομή του κατά τη διάρκεια της δίκης και στους δύο διάδικους άμεσα ή έμμεσα.

Θ) Ο Δικηγόρος που ανάλαβε την υπεράσπιση μιας υποθέσεως έχει την υποχρέωση να δώσει στον εντολέα του απόδειξη παραλαβής για τα έγγραφα που του εμπιστεύτηκε (αν του ζητηθεί) και να τα φυλάξει τουλάχιστον πέντε χρόνια μετά την περάτωση της υποθέσεως.

Ι) Ο Δικηγόρος πρέπει ν` αποδίδει σ`εύλογο χρόνο τα χρήματα που εισπράττει για τον εντολέα του, καθώς και να δίνει λογαριασμό για τη διαχείριση χρημάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που του έχει ανατεθεί.

Ι` ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΙΚΟΥ

Άρθρο 38

α) Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση ν` αποφεύγει κάθε επικοινωνία με τον αντίδικο και κάθε συζήτηση σχετική με την υπόθεση, χωρίς την έγκριση του εντολέα του. Αν ο αντίδικος έχει αναθέσει την υπόθεση σε Δικηγόρο, σε κάθε σχετική συζήτηση πρέπει να καλείται και ο Δικηγόρος του.

β) Απαγορεύεται στο Δικηγόρο, στον οποίο ανατέθηκε η υπεράσπιση μιας υποθέσεως, ν` απευθύνει τηλεφωνήματα ή επιστολές μ` εκβιαστικό ή απειλητικό περιεχόμενο στον αντίδικό του. Επιτρέπεται μόνον ν` ανακοινώσει στον αντίδικο ότι του ανατέθηκε η άσκηση των νόμιμων ενεργειών και να τον καλέσει να τακτοποιήσει, αν θέλει, εξώδικα την υπόθεση.

γ) Δικηγόρος που παρέχει, με πάγια αντιμισθία, τις νομικές του υπηρεσίες σε Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου ή Ιδιωτικού Δικαίου, απαγορεύεται ν` αναλαμβάνει άμεσα ή έμμεσα υποθέσεις τρίτων κατά των μελών του ή υποθέσεις των μελών του κατά του Ν.Π.

δ) Απαγορεύεται στο Δικηγόρο να ζητήσει ή να δεχτεί οποιαδήποτε αμοιβή από τον αντίδικο του εντολέα του, ή ν` αναλάβει υπόθεση του, πριν να τελειώσει οριστικά η δίκη την οποία διεξάγει εναντίον του.

ε) Ο Δικηγόρος πρέπει να σέβεται τον αντίδικό του και να συμπεριφέρεται προς αυτόν με ευγένεια. Ν`αποφεύγει προσβλητικές φράσεις και γενικά οξύτητα εκφράσεων, καθώς και κάθε υποτιμητική για τον αντίδικο ενέργεια, ή διατύπωση, που δεν είναι αναγκαία για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα του.

στ) Δεν επιτρέπεται στο Δικηγόρο να ενεργεί με δόλιο τρόπο για να προκαλέσει απώλεια δικαιωμάτων του αντίδικου. Πρέπει ν αντιδικεί με τιμιότητα και ευθύτητα, χωρίς να παραλείπει να πράξει κάθε τι που επιβάλλεται για την ορθή υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα του.

ζ) Δεν επιτρέπεται στο Δικηγόρο να προκαλεί υπερβολικές δαπάνες σε βάρος του αντίδικου είτε με αλλεπάλληλες αγωγές, όταν αντί για πολλές είναι δυνατή η έγερση μιας αγωγής είτε με άλλες άσκοπες ενέργειες είτε με υπερβολικές επιταγές ή διόγκωση των δικαστικών δαπανών.

η) Ο Δικηγόρος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει ο ανθρωπισμός, όταν επιχειρεί διάφορες πράξεις κατά του αντίδικου του εντολέα του και μάλιστα κατά την εκτέλεση αποφάσεων. Απαγορεύεται να παρευρίσκεται κατά την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, εκτός αν είναι απαραίτητη η παρουσία του, αλλά σε τέτοια περίπτωση πρέπει να παίρνει την άδεια από το Δ.Σ. ή τον Πρόεδρο.

ΙΑ’ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

Άρθρο 39

Ο Δικηγόρος πρέπει, όχι μόνο κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του, αλλά και στον ιδιωτικό του βίο νο έχει αξιοπρέπεια, ώστε να μην προκαλούνται σχόλια και δυσφήμιση σε βάρος του Δικηγορικού Σώματος. Να έχει συνέπεια σε όλες τις συναλλαγές του και οι δηλώσεις του προς τους αντισυμβαλλόμενους ή οποιουσδήποτε τρίτους να είναι σοβαρές και αληθινές. Να μην εκμεταλλεύεται την άγνοια, ή την απειρία, τη γνωριμία, τη συγγένεια, τη φιλία ή την εμπιστοσύνη του εντολέα του, ή του αντίδικου ή οποιουδήποτε τρίτου προς αυτόν, ή το Λειτούργημά του. Στους τόπους της κατοικίας του και της εργασίας του, στα σωματεία και διάφορες Οργανώσεις όπου μετέχει, στους πολυσύχναστους χώρους, στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, σε συγκεντρώσεις του κοινού, πρέπει να επιδεικνύει συμπεριφορά υποδειγματική για τους άλλους.

ΙΒ` ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 40

Η παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Κώδικα Δικηγόρων ή άλλους νόμους και από τον Κώδικα Δεοντολογίας αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 66 έως 79 του Κώδικα Δικηγόρων.

Άρθρο 41

Ο Κώδικας Δεοντολογίας εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α., στη συνεδρίαση της 4.1.1980 και ισχύει από την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στο “Νομικό Βήμα” ή τον “Κώδικα Νομικού Βήματος”.

error: Content is protected !!