Ποινική αξιολόγηση Φοροδιαφυγής στον ΦΠΑ – Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες
Ζητήματα συρροής αδικήματος φοροδιαφυγής με απάτη και νομιμοποίηση εσόδων
I. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές οργανώσεις
Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες προβλεπόμενο από τον νόμο 4557/2018 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τον νόμο 4816/2021 μετά την ενσωμάτωση της υπ’ αριθμ. 1672/2018 ΕΕ οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχει ως σκοπό του την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και την προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η τέλεση του αδικήματος σύμφωνα με το άρθρο 1 συντελείται με :
α) την μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της,
β) την απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή βρίσκεται
γ) την απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά τον χρόνο κτήσης, ή κατά τον χρόνο περιέλευσης της κατοχής ή της χρήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα
δ) τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.
Καταδίκη για τα αδικήματα της παρ. 1 είναι δυνατή όταν αποδεικνύεται ότι η περιουσία προήλθε από συγκεκριμένο βασικό αδίκημα του άρθρου 4, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση με κάθε λεπτομέρεια όλων των πραγματικών στοιχείων ή περιστάσεων που σχετίζονται με την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα.
Για να στοιχειοθετηθεί συνεπώς το συγκεκριμένο αδίκημα πρέπει να έχει προηγηθεί αξιόποινη πράξη οριζόμενη ως βασικό έγκλημα η οποία εφόσον αποδειχθεί θεωρείται ότι η αποκτηθείσα περιουσία προήλθε από νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Μεταξύ των ρητώς απαριθμούμενων στο άρθρο 4 βασικών εγκλημάτων συμπεριλαμβάνεται η απάτη κατά το άρθρο 386 ΠΚ, το αδίκημα της φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) με την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου της παρ. 5, και της διασυνοριακής απάτης σχετικά με τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) του άρθρου23 του ν. 4689/2020.
II. Ζητήματα συρροής Φοροδιαφυγής στον ΦΠΑ (άρθρο 66παρ. 1β)- Απάτης- Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 ν. 4987/2022 (ΚΦΔ) έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση (….) 1β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή ΦΠΑ δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή εκπίπτει και συμψηφίζει ανακριβώς καθώς και όποιος παραπλανά την Φορολογική Αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή εκπίπτει ή λαμβάνει επιστροφή.
Εξάλλου σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 386 ΠΚ : Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
Με την παρ. δε 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι αν η απάτη στρέφεται κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
Νομολογιακά έχει κριθεί ότι καταρχήν μεταξύ των δύο εγκλημάτων υπάρχει φαινομενική συρροή (αρχή ειδικότητας), και οι διατάξεις περί φοροδιαφυγής επικρατούν και αποκλείουν την εφαρμογή της πιο πάνω γενικής περί απάτης διατάξεως του άρθρου 386 Π.Κ., έστω κι αν η τελευταία, λόγω του χαρακτήρα του κακουργήματος που προσλαμβάνει, ως εκ της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, απειλεί βαρύτερη ποινή, γιατί δεν διαλαμβάνουν ρήτρα επικουρικότητάς τους.
Αν, όμως, η απατηλή ενέργεια του δράστη κατατείνει όχι μόνο στη φοροδιαφυγή αλλά και στην παράνομη ωφέλεια ή βλάβη τρίτων ή στην πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου ή στον προσπορισμό και άλλου οφέλους του ιδίου εκτός της μειώσεως ή αποφυγής της φορολογικής επιβαρύνσεώς του, τότε οι ειδικές διατάξεις περί αξιόποινης φοροδιαφυγής δεν εκτοπίζουν εξ ολοκλήρου την εφαρμογή της γενικής περί απάτης διατάξεως του άρθρου 386 Π.Κ., γιατί τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της φοροδιαφυγής, στην περίπτωση αυτή, δεν συμπίπτουν με εκείνα της απάτης, η οποία, πέραν των στοιχείων της φοροδιαφυγής, περιέχει και άλλη, πρόσθετη, ποινικώς κολάσιμη εγκληματική δραστηριότητα (Ολ.Α.Π. 179/1990, 643-644/1988, ΑΠ 8/2014).
Τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 εκ του νόμου συρρέουν αληθινά με την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες εφόσον διαπιστωθεί ότι τελείται ξεχωριστό αδίκημα νομιμοποίησης, κατ’ άρθρο 39 παρ. 1 περ. ε΄ του Ν. 4557/2018 διότι πλήττουν διαφορετικά έννομα αγαθά. Η τέλεση του αδικήματος όπως προαναφέρθηκε προϋποθέτει την ύπαρξη ενός χρονικά προγενέστερου βασικού εγκλήματος, που ανήκει στην κατηγορία των εγκλημάτων που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 4 του νόμου 4557/2018 και από το οποίο προέρχεται η περιουσία που νομιμοποιείται.
Ωστόσο για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης περί νομιμοποίησης εσόδων από πράξη φοροδιαφυγής απαιτείται να εξειδικεύονται πλήρως οι πράξεις με τις οποίες ο κατηγορούμενος απέκρυψε την αλήθεια όσον αφορά στην προέλευση της περιουσίας που προέκυψε από την πράξη της φοροδιαφυγής (δηλ. την περιουσία που προερχόμενη από το βασικό έγκλημα απέκτησε με αύξηση του ενεργητικού της), π.χ. θα πρέπει να αναφέρονται οι πράξεις με τις οποίες ο κατηγορούμενος ανέμειξε το εξοικονομηθέν από τη φοροδιαφυγή ποσό με άλλα νομίμως κατεχόμενα περιουσιακά στοιχεία, προκειμένου να προσδώσει νομιμοφάνεια στο πρώτο ή με την άμεση και ευθεία απόκτηση περιουσίας επί λήψης επιστροφής ΦΠΑ με παραπλάνηση της αρχής.
Προσοχή στο αρθ.39 παρ.3 του νόμου περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες ορίζεται ότι «Η άσκηση ποινικής δίωξης και η καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν προϋποθέτουν ποινική δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό αδίκημα»
Ωστόσο λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου αποτελούν:
α) αθώωση για βασικό αδίκημα, αποτελεί λόγο αθώωσης και για την πράξη νομιμοποίησης εσόδων.
β) αν το βασικό φορολογικό αδίκημα κατέστη ανέγκλητη πράξη, δεν συντρέχει αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων (όχι λόγω παραγραφής).
γ) σε περίπτωση εξόφλησης φορολογικής οφειλής, μετά από οικειοθελή αποκάλυψη, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί νομιμοποίησης εσόδων.
Ως προς την άσκηση ποινικής δίωξης για μεν το έγκλημα της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ απαιτείται έγκληση (άρθρο 405 παρ.1 ΠΚ) για δε το αδίκημα της φοροδιαφυγής απαιτείται μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. (άρθρο 55α ΚΦΔ) αναστελλόμενης όμως της ποινικής διαδικασίας μέχρι οι διοικητικές κυρώσεις καταστούν αμετάκλητες (άρθρο 68 Κ.Φ.Δ.).
Συνεπώς έχει σημασία να τονισθεί ότι για την κίνηση της ποινικής δίωξης στα φορολογικά αδικήματα του άρθρου 66 ΚΦΔ, απαιτείται σωρευτικά:
α) έκδοση οριστικής πράξης προσδιορισμού φόρου ή πράξης επιβολής προστίμου
β) υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τα όργανα της ΑΑΔΕ ή της ΔΟΥ και
γ) οριστικοποίηση της φορολογικής ενοχής είτε με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας άσκησης προσφυγής κατά της εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής είτε με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί της ασκηθείσας προσφυγής.
III. Νομολογία
ΑΠ 8/2014 Φοροδιαφυγή- Κακουργηματική Απάτη
Από τα περιστατικά απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος από κοινού, μετά από συναπόφαση και έχοντας κοινό δόλο έχοντας ως σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομα περιουσιακά οφέλη με την αποφυγή της πληρωμής του προανεφερθέντος ΦΠΑ, έβλαψαν την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου και συγκεκριμένα, αφού δημιούργησαν με τους συμπαραπεμφθέντες αλλοδαπούς κατηγορούμενους (παρένθετα πρόσωπα) εικονικές εταιρείες και εκμεταλλευόμενοι την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την καταβολή του ΦΠΑ με την υποβολή των σχετικών δηλώσεων με ψευδές περιεχόμενο, επωφελήθηκαν οι ίδιοι τον αναλογούντα σ’ αυτές ΦΠΑ, που στις συγκεκριμένες περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Την πράξη αυτή της απάτης τέλεσαν κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης αυτής, τον σχεδιασμό και κατάρτιση πολύ καλά οργανωμένου σχεδίου, τον τρόπο εκτελέσεως με την ανεύρεση παρενθέτων προσώπων, την εκμίσθωση κλειστών γραφείων ως δήθεν εδρών την συσταθεισών μονοπρόσωπων εταιρειών και την κατ’ εξακολούθηση τέλεση προκύπτει ότι, αφενός μεν έχουν κατάλληλα διαμορφωμένη υποδομή για επανειλημμένη τέλεση τέτοιων πράξεων, με αποκλειστικό σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, αφετέρου δε έχουν αποκτήσει ισχυρή και σταθερή ροπή προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος. Στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, όπως εν προκειμένω, το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενυπάρχει το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης ενός και του αυτού εγκλήματος. (ΑΠ 1307/2002 Π.Χρ. ΝΓ 497, ΑΠ 1371/1996 Π.Χρ. ΜΖ 1417). Το Δικαστήριο ουσίας δεν διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εν όψει τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και στερείται νόμιμης βάσεως, αφού, εξαιτίας των ανωτέρω ελλείψεων και αντιφάσεως των αιτιολογιών της, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής, επί του προκειμένου, της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 Π.Κ., η οποία έτσι παραβιάσθηκε εκ πλαγίου.
ΑΠ 1112/2011- Φοροδιαφυγή ΦΠΑ
Ως εκπρόσωποι εταιρίας αποδέχθηκαν και καταχώρησαν στα βιβλία της εκπροσωπούμενης από αυτούς επιχείρησης στα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης, εικονικά τιμολόγια αγοράς, εκδοθέντα για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, προκειμένου να διευκολυνθούν οι προαναφερόμενες επιχειρήσεις, γεγονός που οι κατηγορούμενοι γνώριζαν και παρόλα αυτά προέβησαν στις ως άνω πράξεις με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. (….)Έτσι, η …………. πωλούσε με ενδοκοινοτικές παραδόσεις στις ιταλικές επιχειρήσεις, χωρίς να υπολογιστεί ΦΠΑ στα τιμολόγια πώλησης που εξέδωσε λόγω ενδοκοινοτικής παράδοσης, ώστε να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για επιστροφή του ΦΠΑ των τιμολογίων αγορών, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 1632/1986 και 2859/2000. Από τα παραπάνω προκύπτει και η συμμετοχή της στο στροβιλισμό των συναλλαγών με διαδοχικές πωλήσεις των κινητών τηλεφώνων (φοροδιαφυγή τύπου καρουζέλ), αλλά και η γνώση της για την εικονικότητα των συναλλαγών αυτών.
(..)Από τις διατάξεις προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος, της φοροδιαφυγής, απαιτείται αντικειμενικώς έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση η αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων. Η αυτή ως άνω γνώση της πλαστότητας ή εικονικότητας πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, όπως είναι και η ανώνυμη εταιρία όταν το νομικό πρόσωπο εξέδωσε ή αποδέχθηκε τα εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ.1 περ. η` του Ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη.
Απορρίπτει την αίτηση μετά των προσθέτων αυτού λόγων, για αναίρεση της υπ` αριθ. ………. καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Αποφαίνεται ότι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι.
ΑΠ 1603/2009 Φοροδιαφυγή και απάτη
Έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, τα οποία οι αρμόδιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί θεώρησαν ως γνήσια, με αποτέλεσμα να εξαπατηθούν και να πεισθούν ότι οι αναφερόμενες στα φορολογικά αυτά στοιχεία, εμπορικές συναλλαγές, είχαν πραγματοποιηθεί. Απόρριψη αιτίασης του αναιρεσείοντος, για εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ειδικότερα ότι δεν υφίσταται αληθής συρροή μεταξύ των πράξεων που αυτός καταδικάσθηκε, ήτοι της πράξεως της απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και της φοροδιαφυγής, (ΑΠ 1905/2000), αφού σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές ο κατηγορούμενος, κηρύχθηκε ένοχος των πράξεων της απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, με τη μορφή της άμεσης συνέργειας.
ΑΠ 26/2009 Φοροδιαφυγή και κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση
Με τα ανωτέρω πλαστά και εικονικά τιμολόγια ο κατηγορούμενος παρέστησε ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους. ότι για την παραγωγική διαδικασία οι φερόμενοι ως δικαιούχοι αγρότες είχαν χρησιμοποιήσει πετρέλαιο κίνησης για τα προϊόντα που φέρονταν ότι είχαν πωλήσει, με τις οποίες οι τελευταίοι φέρονταν ότι δήθεν εξουσιοδοτούσαν τον κατηγορούμενο να λάβει για λογαριασμό τους τα χρηματικά ποσά ΦΠΑ και ΕΦΚ. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όμως η αιτιολογία αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού το δικαστήριο δεν προσδιορίζει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία θεμελιώνει την αρνητική κρίση του γι’ αυτό και αναιρεί μερικώς την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας.
ΑΠ 272/2006 Φοροδιαφυγή-Απάτη
Όπως προκύπτει από το αναιρεσειβαλλόμενο βούλευμα, δηλ. της αναιρεσείουσας, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των τριών μεν πρώτων για α) φοροδιαφυγή, τετελεσμένη και εν αποπείρα, με ποσό επιστροφής ΦΠΑ υπερβαίνον τα 75.000 Ε και β) απάτη, τετελεσμένη και εν αποπείρα, σε βάρος του δημοσίου, με ποσό ζημίας υπερβαίνον τα 150.000 Ε., κατά συναυτουργία, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, κατά της τετάρτης δε, της αναιρεσείουσας, για ηθική γ` αυτές αυτουργία, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε την εισαγγελική πρόταση και αποφάνθηκε ομοίως, την παραπομπή δηλ. αυτών στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όσον αφορά το κακούργημα της φοροδιαφυγής, την απαλλαγή δε αυτών όσον αφορά το συναφές κακούργημα της διακεκριμένης απάτης σε βάρος του δημοσίου. Το γεγονός ότι δεν περιέλαβε ειδική διάταξη απαλλαγής των κατηγορουμένων για το συναφές κακούργημα της απάτης σε βάρος του δημοσίου δεν διαφοροποιεί τη ρύθμιση της αρμοδιότητάς του, καθόσον τούτο έγινε διότι έκρινε ότι απάτη της φορολογικής αρχής σχετικά με την επιστροφή του ΦΠΑ, συρρέει φαινομενικά κατ` ιδέα με το έγκλημα της φοροδιαφυγής και δεν απαιτείται δογματικά να συμπεριλάβει διάταξη περί απαλλαγής των κατηγορουμένων για το έγκλημα τούτο, για να μην ανακύπτει ενδεχόμενα αντιφατικότητα στις αποδοχές. Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης κατά του υπ’ αρ. 248/2005 βουλεύματος του συμβουλίου εφετών Θεσσαλονίκης
Α.Π. 516/2016 Φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία
Εισαχθέντα από την Κίνα προϊόντα αποστέλλονταν άμεσα από τους κατηγορούμενους σε έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία), με την έκδοση – προσκομιδή εικονικών φορολογικών στοιχείων ενδοκοινοτικών παραδόσεων, όπως τα ποσά ΦΠΑ και λοιπών φόρων και επιβαρύνσεων. Η καταστρατήγηση του καθεστώτος (…), με τη χαρακτηριστική μορφή απάτης σε διεθνές επίπεδο και δη αυτής του τύπου εξαφανισμένου εμπόρου – Κ. (Missing trader intra-community F. – C. F.), στην οποία οι συναλλαγές μέσα σε ένα κράτος μέλος συνδυάζονται με εικονικές ενδοκοινοτικές συναλλαγές, στις οποίες δεν χρεώνεται ΦΠΑ μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, όπου μία, τουλάχιστον, επιχείρηση “εξαφανίζεται” και δεν αποδίδει το ΦΠΑ που εισέπραξε, ενώ άλλες επιχειρήσεις στην αλυσίδα της απάτης εκπίπτουν πλασματικά ποσά του ΦΠΑ εισροών ή λαμβάνουν επιστροφές ΦΠΑ. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απόρριψη της αίτησης αναίρεσης κατά της 2225/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης
ΑΠ 1278/2016 Φοροδιαφυγή-νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δέχθηκε κατά πλειοψηφία (ενός εκ των μελών του έχοντος την γνώμη ότι έπρεπε να κηρυχθούν αθώοι οι αναιρεσείοντες), κατά την αναιρετικώς, ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που, κατ’ είδος αναφέρει, απεδείχθησαν – κατά πιστή μεταφορά τα εξής : “Στην ……….. Αττικής εντός του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο του 2008 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2009 οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την διακίνηση μέσω αυτού εσόδων προερχομένων από εγκληματικές δραστηριότητες και ειδικότερα όπως προκύπτει από την υπ` αριθ………. απόφαση του Προέδρου της Αρχής του άρθ. 7 Ν. 3691/2008 το ποσό των ……….. ευρώ ……. ως νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές της Εταιρείας με την επωνυμία “…….” και στη συνέχεια το ανέμειξαν με άλλα νομίμως κατεχόμενα από αυτούς περιουσιακά στοιχεία και το χρησιμοποίησαν στις εν γένει οικονομικές δραστηριότητες τους διακινώντας το παράλληλα μέσω του τραπεζικού συστήματος με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα. Για το βασικό αδίκημα της μη απόδοσης του ανωτέρου ποσού ΦΠΑ οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς εξειδίκευση ή αναφορά των περιουσιακών στοιχείων των αναιρεσειόντων με τα οποία ανέμειξαν το ποσό των ……….. ευρώ που αντιστοιχούσε στον ΦΠΑ που δεν απέδωσαν, όπως και το είδος των οικονομικών των δραστηριοτήτων, για τις οποίες το χρησιμοποίησαν ή έστω τον τρόπο διακίνησης του στην προσπάθεια των να του δώσουν νομιμοφανή υπόσταση, μη αρκούσης της αόριστης αναφοράς ότι το διακίνησαν μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος (το οποίο ουδέ καν προσδιορίζουν κατά λογαριασμό ή τραπεζικό φορέα), η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτεί η διάταξη του άρθ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ. ώστε να είναι ευχερής ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής των άνω διατάξεων. Επομένως, ο εκ του αρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός κατά τούτο, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το άνω μέρος, και, παραπεμφθεί κατά τούτο για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).
* Οι πληροφορίες είναι ακριβείς με βάση τα δεδομένα που είναι γνωστά στον συγγραφεά κατά τον χρόνο σύνταξης του άρθρου. Δεν έχουμε υποχρέωση να επικαιροποιούμε τα αναρτημένα άρθρα. Η δικηγορική μας εταρεία δεν αναλαμβάνει ευθύνη έναντι οποιουδήποτε τρίτου που δεν είναι πελάτης και δεν έχει υπογράψει τους όρους συνεργασίας μας.